ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Α΄ Κορ. ιγ΄ 11 – ιδ΄ 5
11 Ὅτε ἤμην νήπιος, ὡς νήπιος ἐλάλουν, ὡς νήπιος ἐφρόνουν, ὡς νήπιος ἐλογιζόμην· ὅτε δὲ γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. 12 βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾿ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. 13 νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.
ιδ΄ 1 Διώκετε τὴν ἀγάπην· ζηλοῦτε δὲ τὰ πνευματικά, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε. 2 ὁ γὰρ λαλῶν γλώσσῃ οὐκ ἀνθρώποις λαλεῖ, ἀλλὰ τῷ Θεῷ· οὐδεὶς γὰρ ἀκούει, πνεύματι δὲ λαλεῖ μυστήρια· 3 ὁ δὲ προφητεύων ἀνθρώποις λαλεῖ οἰκοδομὴν καὶ παράκλησιν καὶ παραμυθίαν. 4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ. 5 θέλω δὲ πάντας ὑμᾶς λαλεῖν γλώσσαις, μᾶλλον δὲ ἵνα προφητεύητε· μείζων γὰρ ὁ προφητεύων ἢ ὁ λαλῶν γλώσσαις, ἐκτὸς εἰ μὴ διερμηνεύῃ, ἵνα ἡ ἐκκλησία οἰκοδομὴν λάβῃ.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
11 Αὐτὸ δὲ ποὺ σᾶς γράφω, θὰ τὸ καταλάβετε καλύτερα μὲ τὸ ἑξῆς παράδειγμα: Ὅταν ἤμην νήπιον, ὡς νήπιον ὡμίλουν, ὡς νήπιον ἐσκεπτόμην, ὡς νήπιον ἔκρινα καὶ ἐσυλλογιζόμην. Ὅταν ὅμως ἔγινα ἄνδρας, κατήργησα πλέον ἐκεῖνα τὰ νηπιώδη. Δὲν ὁμιλῶ πλέον σὰν νήπιον, ἡ σκέψις μου δὲ καὶ ὁ συλλογισμός μου εἶναι τώρα ὥριμα καὶ ἀνδρικά. Κατ’ ἀναλογίαν ἠμπορεῖτε νὰ σχηματίσετε κάποιαν ἰδέαν διὰ τὴν γνῶσιν καὶ τὴν ἄλλην τελειότητα, ποὺ θὰ μᾶς δοθῇ εἰς τὴν ἄλλην ζωήν. 12 Διότι τώρα βλέπομεν σὰν εἰς μεταλλινὸν καθρέπτην θαμπὰ καὶ τόσον ἀτελῶς, ὥστε μᾶς μένουν πολλὰ αἰνίγματα, ποὺ δὲν ἠμποροῦμεν νὰ τὰ ἐξηγήσωμεν. Τότε ὅμως θὰ ἴδωμεν φανερὰ καὶ καθαρά, διότι θὰ ἴδωμεν κατ’ εὐθεῖαν πρόσωπον μὲ πρόσωπον. Τώρα γνωρίζω μόνον ἕνα μέρος τῆς ἀληθείας. Τότε ὅμως θὰ λάβω τόσον τελείαν γνῶσιν, ὅσον τέλεια μὲ ἐγνώριζεν ὁ παντογνώστης Κύριος, ὅταν ἐνεργοῦσε τὴν ἐπιστροφήν μου καὶ μὲ ἐκαλοῦσεν εἰς τὸ ἀποστολικὸν ἀξίωμα. 13 Αὐτὰ θὰ γίνουν εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν. Τώρα δὲ εἰς τὴν παροῦσαν ζωὴν μένουν ἡ πίστις, ἡ ἐλπίς, καὶ ἡ ἀγάπη, αὐτὰ τὰ τρία. Μεγαλύτερα δὲ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ἀγάπη.
ιδ΄ 1 Αφοῦ λοιπὸν τόσον πολὺ ὑπερέχει ἡ ἀγάπη, ἐπιδιώκετε μὲ ἐπιμονὴν νὰ τὴν ἀποκτήσετε. Νὰ ἐπιθυμῆτε δὲ μὲ ζῆλον τὰ πνευματικὰ χαρίσματα, περισσότερον δὲ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ προφητικοῦ χαρίσματος, διὰ νὰ διδάσκετε τοὺς πιστούς. 2 Τὸ προφητικὸν χάρισμα εἶναι ἀνώτερον ἀπὸ τὸ χάρισμα τῶν γλωσσῶν, ποὺ πολλοὶ ἀπὸ σᾶς ζηλεύουν νὰ τὸ εἶχαν. Διότι ἐκεῖνος, ποὺ ὁμιλεῖ γλώσσας, δὲν ὁμιλεῖ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ πρὸς τὸν Θεόν. Δὲν ὁμιλεῖ δὲ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, διότι κανεὶς ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀκούουν, δὲν καταλαβαίνει τὰ λεγόμενα, ἀλλὰ μὲ τὴν ψυχήν του, ποὺ διευθύνεται ἀπὸ τὸ χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λαλεῖ αὐτὸς μυστηριώδεις ἀληθείας.3 Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προφητεύει, λέγει πρὸς τοὺς ἀνθρώπους λόγους, οἱ ὁποῖοι στηρίζουν εἰς τὴν πίστιν καὶ προτρέπουν καὶ ἐνισχύουν εἰς τὴν ἀρετὴν καὶ παρηγοροῦν εἰς τοὺς πειρασμό. 4 Ἐκεῖνος ποὺ λαλεῖ γλῶσσαν, αἰσθάνεται βέβαια τὴν ἐπενέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία θερμαίνει καὶ ἐμπνέει τὸ ἐσωτερικόν του. Ἀλλ’ ἡ ἐπενέργεια αὐτὴ οἰκοδομεῖ μόνον τὸν ἑαυτόν του. Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ προφητεύει καὶ διδάσκει τὰς ἀληθείας τῆς πίστεως, οἰκοδομεῖ ὁλόκληρον σύναξιν πιστῶν. 5 Ἀφοῦ δὲ τὸ θέλετε σεῖς, τὸ θέλω καὶ ἐγὼ νὰ λαλῆτε ὅλοι σας γλώσσας, περισσότερον ὅμως θέλω νὰ προφητεύετε. Διότι ἀνώτερος ἐξ ἐπόψεως τῆς ὠφελείας ποὺ γίνεται εἰς τοὺς ἀδελφούς, εἶναι ἐκεῖνος ποὺ προφητεύει καὶ διδάσκει, παρὰ ἐκεῖνος ποὺ λαλεῖ γλώσσας, ἐκτὸς ἐὰν ὁ ἴδιος διερμηνεύῃ καὶ ἐξηγῇ τὰ ὅσα λέγει, ὥστε ἡ σύναξις τῶν πιστῶν κατανοοῦσα τὰ λεγάμενα νὰ λάβῃ οἰκοδομὴν καὶ ὠφέλειαν.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
Μτθ. ιγ΄ 24-30
24 Ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· 25 ἐν δὲ τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου καὶ ἀπῆλθεν. 26 ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια. 27 προσελθόντες δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ· κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; 28 ὁ δὲ ἔφη αὐτοῖς· ἐχθρὸς ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δὲ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ· θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; 29 ὁ δὲ ἔφη· οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον· 30 ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ σῖτον συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην μου.
Ἑρμηνεία Π. Ν. Τρεμπέλα – Ἐκδόσεις Σωτήρ
24 Ἄλλην παραβολὴν τοὺς ἐδίδαξε καὶ εἶπεν· Ἔγινεν ὁμοῖα ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, ποὺ θὰ κατακτήσῃ τὸν κόσμον ὁλόκληρον, καὶ ὁ δι’ αὐτῆς κηρυττόμενος εἰς ὅλον τὸν κόσμον λόγος τῆς ἀληθείας, πρὸς ἄνθρωπον, ποὺ ἔσπειρε καλὸν σπόρον εἰς τὸ χωράφι του.Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος σπείρει πάντοτε εἰς τὸν κατακτώμενον ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας κόσμον τὸν καλὸν τῆς σωτηρίου ἀληθείας σπόρον. 25 Τὴν ὥραν ὅμως ποὺ ἐκοιμῶντο οἱ ἄνθρωποί του, ἦλθεν ὁ ἐχθρός του, ὁ διάβολος δηλαδή, καὶ ἔσπειρεν ᾖραν ἀνάμεσα εἰς τὸν σῖτον καὶ ἔφυγεν. 26 Ὅταν δὲ ἐβλάστησαν τὰ στάχυα καὶ ἔκαμαν καρπόν, τότε ἐφάνησαν καὶ τὰ ζιζάνια. 27 Καὶ τότε οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου ἦλθαν πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν Κύριε, δὲν ἔσπειρες καλὸν σπόρον εἰς τὸ χωράφι σου; Ἀπὸ ποὺ λοιπὸν ἔχει τοῦτο ζιζάνια; 28 Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπεν· ἐχθρὸς ἄνθρωπος τὸ ἔκαμε.Καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ εἶπαν· Θέλεις λοιπὸν νὰ πάμε καὶ νὰ τὰ μαζεύσωμεν; 29 Ἐκεῖνος ὅμως εἶπεν· Ὄχι.Διότι αἱ ρίζαι τῶν ζιζανίων εἶναι μπλεγμένοι μέσα εἰς τὸ χῶμα μὲ τὰς ρίζας τοῦ σίτου καὶ ὑπάρχει φόβος μήπως, ὅταν θὰ συλλέγετε τὰ ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸν σῖτον. 30 Ἀφήσατε νὰ μεγαλώνουν καὶ τὰ δύο μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ θερισμοῦ.Καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θερισμοῦ, ἤτοι τῆς ἐσχάτης κρίσεως, θὰ εἴπω εἰς τοὺς θεριστὰς ἀγγέλους μου· μαζεύσατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δέσατέ τα σὲ χειρόβολα, διὰ νὰ τὰ κατακαύσετε, δηλαδὴ ξεχωρίσατε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ ρίψατέ τους ὅλους μαζὶ εἰς τὸ πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως.Τὸν σῖτον δέ, τουτέστι τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ἐναρέτους, μαζεύσατέ τον εἰς τὴν ἀποθήκην μου, δηλαδὴ εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΣ ΑΒΟΥΔΙΜΟΣ
Στίς 15 Ἰουλίου ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τήν μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀβουδίμου. Ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ Διοκλητιανοῦ (299). Συνελήφθη λόγῳ τῆς πίστεώς του κι ἐπειδή ἀρνήθηκε νά θυσιάσει στά εἴδωλα, τόν ἔδεσαν ἀπό τέσσερις πασσάλους καί τόν ἔδερναν ἐννέα στρατιῶτες. Προσπάθησαν νά τόν κάνουν νά γευθῆ τά εἰδωλόθυτα, ἀλλά ἐκεῖνος ἀρνιόταν σθεναρά, γι’ αὐτό τοῦ ξέσχιζαν τίς σᾶρκες μέ σιδερένια νύχια. Τέλος τόν ἀποκεφάλισαν καί ἀνῆλθε νικηφόρος στόν οὐρανό.