Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς
Ὁ Χριστός μας, τήν Κυριακή (Ἕκτη Ματθαίου), μέσα ἀπό τήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς ἡμέρας, μᾶς δείχνει γιά ἄλλη μιά φορά ὅτι κάνει τά πάντα γιά νά Τόν γνωρίσουμε καί νά γίνουμε φίλοι Του.
Ὅταν ἦλθε ὁ Χριστός στήν «ἰδίαν πόλιν» (Μτθ. θ΄, 1) δηλαδή στήν Καπερναούμ, ὅπως μᾶς διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος[1], ἔφεραν μπροστά Του ἕνα παραλυτικό, ἐπάνω στό κρεββάτι του. Ὁ Χριστός, βλέποντας τήν πίστη, τόσο τοῦ ἀσθενοῦς, ὅσο καί τῶν φίλων του πού τόν μετέφεραν (μάλιστα οἱ ἄλλοι Εὐαγγελιστές ἀναφέρουν ὅτι ἐξ αἰτίας τοῦ πλήθους χάλασαν τήν στέγη τῆς οἰκίας, στήν ὁποία εὑρίσκετο ὁ Χριστός[2]), λέει τό: «Θάρσει, τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου».
Στό ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ λόγου οἱ Γραμματεῖς σκέπτονται ὅτι βλασφημεῖ μέ αὐτά Του τά λόγια, διότι μόνο ὁ Θεός ἔχει ἐξουσία νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες. Ὁ Χριστός μας, γνωρίζει τί σκέπτονται καί τούς τό λέει, δείχνοντας καί μέ αὐτόν τόν τρόπο ὅτι εἶναι ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὁμότιμος τῷ Πατρί, ἀφοῦ μόνο ὁ Θεός μπορεῖ «τά ἐν τῇ καρδίᾳ ἀπόρρητα ἐκφέρειν»[3], δηλαδή νά γνωρίζει καί νά φανερώνει τά κρυπτά τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς. Τούς ἐλέγχει μάλιστα μέ σφοδρότητα, λέγοντάς τους ὅτι σκέπτονται πονηρά. Γιατί ὅμως; Εἶναι κακό νά ἔχει κανείς ἀμφιβολίες; Ἀσφαλῶς καί ὄχι. Ὁ Χριστός μας ἐνδιαφέρεται νά καλύψει κάθε ἀμφιβολία καί γι’ αὐτό κάνει τά πάντα κάθε φορά, ὥστε νά μᾶς παρέχει ἀποδείξεις «σαφεῖς καί ἀναντιρρήτους»[4]. Ἡ πονηριά τῶν Γραμματέων ἔγκειται στό ὅτι δέν λένε εὐθέως τίς ἀντιρρήσεις τους, ἀλλά τίς κρατοῦν γιά τόν ἑαυτό τους καί τά… πηγαδάκια στίς παρέες τους. Εἶναι ἴδιον τῶν ἀδύναμων καί κακῶν ἀνθρώπων νά μή ἐκφράζουν τήν διαφωνία τους στόν ἄμεσα ἐνδιαφερόμενο, ἰδίως ἄν ξέρουν ἐκ προοιμίου ὅτι θά πάρουν ἀπάντηση – καί, μάλιστα, ἀπάντηση τήν ὁποία δέν θά μποροῦν νά ἀντικρούσουν. Ἀντιθέτως, αὐτοῦ τοῦ τύπου οἱ ἄνθρωποι, ἐκφράζονται μόνο ἐνώπιον ὅποιου γνωρίζουν ὅτι θά συμφωνήσει μαζί τους. Ἀρέσκονται στό νά μαζεύουν ὀπαδούς καί νά διχάζουν τούς ἀνθρώπους, συκοφαντῶντας ἐκείνους πού φθονοῦν καί ἀδιαφορῶντας γιά τήν ἀλήθεια. Πίστευαν οἱ Γραμματεῖς ὅτι μέ τήν συκοφαντία θά ἀφαιρέσουν κάτι ἀπό τόν Χριστό, θά μπορέσουν νά ξεκλέψουν λίγη ἀπό τήν Δόξα Του. Κατάφεραν νά πείσουν τούς ἀνθρώπους καί τίς ἐγκόσμιες ἐξουσίες ἀκόμα καί νά Τόν σταυρώσουν, χωρίς βέβαια νά ἐπιτύχουν τελικά τόν σκοπό τους, ἀφοῦ ὄχι μόνο τήν Δόξα Του δέν πῆραν, ἀλλά καί ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἔγινε ὁ Θρόνος Του, «ὁ ὁρατός» σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, «Θρόνος τῆς Χάριτος», στόν ὁποῖο […] πρέπει νὰ «προσερχόμεθα μετά παρρησίας, ἵνα λάβωμεν ἔλεον καί χάριν εὕρωμεν εἰς εὔκαιρον βοήθειαν» (Ἑβρ. 4, 16)[5].
Αὐτό τό χαρακτηριστικό, αὐτή ἡ πονηριά τῶν Γραμματέων νά μή λένε εὐθέως τίς διαφωνίες τους εἶναι μιά πραγματική μάστιγα ἀπό τήν ὁποία, ἐνῷ θά ἔπρεπε ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί – τοὐλάχιστον – νά ἔχουμε ἀπαλλαγεῖ, δυστυχῶς σέ κάθε εὐκαιρία ἀποδεικνύουμε ὅτι εἴμαστε ἀπόγονοι τῶν πονηρῶν Γραμματέων καί ὄχι τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων Του. Αὐτό μᾶς ἐπεσήμαινε καί ὁ Δάσκαλός μας, ὁ π. Βασίλειος Βολουδάκης, σέ πάρα πολλές ἀπό τίς ὁμιλίες του. Μᾶς παρακαλοῦσε καί μᾶς προκαλοῦσε νά τοῦ λέμε ὅ,τι ἀντιρρήσεις εἴχαμε. Μᾶς ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι: «Ξέρω ὅτι πολλοί διαφωνεῖτε καί ὅταν βγεῖτε ἀπό αὐτή τήν αἴθουσα θά κάνετε πηγαδάκια καί θά λέτε ὅτι δέν εἶναι ἔτσι ἀκριβῶς. Ἐγώ θέλω νά μοῦ λέτε ἐδῶ τίς ἀντιρρήσεις σας».
Ὁ Χριστός, θεραπεύοντας τά ἁμαρτήματα τοῦ παραλυτικοῦ, ἀποδεικνύει ὅτι ἔχει ἐξουσία «ἀφιέναι ἁμαρτίας» καί ἄρα εἶναι ὁμότιμος μέ τόν Πατέρα[6]. Ἐπειδή ὅμως ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς εἶναι, ἄν καί πιό δύσκολο, ἕνα «ἀφανές» θαῦμα, προχωρεῖ καί στό φανερό, στήν θεραπεία τοῦ σώματος τοῦ παραλυτικοῦ[7]. Αὐτή τήν ἐξουσία τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν ὁ Χριστός τήν ἄφησε στήν Ἐκκλησία Του, νά πραγματοποιεῖται διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Ἱερωσύνης Του πού ξεκινᾶ ἀπό τούς Ἁγίους Ἀποστόλους Του καί φθάνει μέχρι τίς μέρες μας. Ἡ ἄφεση ἁμαρτιῶν δίδεται στούς ἀνθρώπους πού προσέρχονται μέ πίστη καί ἐξομολογοῦνται μέ εἰλικρίνεια τά ἁμαρτήματά τους. Ὅσοι δέ, βρισκόμαστε ἀπό παιδιά στήν Ἐκκλησία, ἔχουμε δεῖ ἀνθρώπους πού διά τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν λαμβάνουν καί τήν θεραπεία τοῦ σώματός τους καί κυρίως, ἐνῷ ἦταν παράλυτοι σωματικά καί ψυχικά, ἀποκτοῦν σιγά-σιγά Ζωή, Χαρά καί Εὐλογία στίς ζωές τους. Δυστυχῶς, μέ εὐθύνη καί ἡμῶν τῶν κληρικῶν, οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι δέν ζητοῦν τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς τους στήν Ἐκκλησία, ἀλλά στά ψυχοφάρμακα, στήν γιόγκα ἤ στίς ἀνούσιες διασκεδάσεις. Ὁρισμένοι νέοι ὡστόσο, ἴσως ἀπογοητευμένοι ἀπό ὅλα αὐτά τά ἀδιέξοδα, καταφεύγουν τελικά καί στήν Ἐκκλησία, ἀλλά μέ λάθος τρόπο. Ζητοῦν μιά εὐχή γιά τήν βασκανία ἤ ἀκόμη καί ἐξορκισμούς, πιστεύοντας πώς αὐτή θά εἶναι ἡ λύση σέ ὅλα τους τά προβλήματα καί τίς στεναχώριες. Δέν συνειδητοποιοῦν πώς αὐτό πού χρειάζονται πραγματικά εἶναι νά ἀλλάξουν ριζικά τρόπο ζωῆς καί σκέψης, παρά νά ἀντιμετωπίζουν τίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας ὡς μαγικά ξόρκια. Ὅμως, αὐτό πού ἡ Ἐκκλησία προσφέρει εἶναι ἡ σχέση τοῦ κάθε ἀνθρώπου μέ τόν Χριστό, ἡ ὁποία θεραπεύει τά πάντα, τελειοποιεῖ τόν ἄνθρωπο καί τόν κάνει νά χαίρεται τά πάντα καί γιά πάντα. Ἡ σχέση μας μέ τόν Χριστό – ἔτσι τά ὅρισε Ἐκεῖνος –ἐπιτυγχάνεται διά τοῦ πνευματικοῦ πατρός πού ἐπιλέγει ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ὁ πνευματικός πατέρας ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο νά γνωρίσει καί νά ἀγαπήσει τόν Χριστό μέ ὅλη τήν διάνοια, τήν καρδιά, τήν ψυχή καί τήν ἰσχύ του. Ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο, ὄχι λέγοντας δικές του θεωρίες, ἀλλά μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί τούς ἁγίους Πατέρες. Δέν ὑπάρχει πρόβλημα πού νά μή λύνεται στόν Χριστό, ἐμεῖς αὐτό πού ἔχουμε νά κάνουμε εἶναι νά γνωρίσουμε τό τί λέει ὁ Χριστός, ἀλλά καί τό πῶς μᾶς παρουσιάζεται μέσα ἀπό τά Ἅγια Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας μας, δρᾶ στήν ζωή μας, εὐλογεῖ κάθε της πτυχή καί μᾶς φανερώνει τό Ποιός εἶναι, αὐτός ὁ τέλειος Θεός καί τέλειος Ἄνθρωπος καί μᾶς προσφέρει τήν δυνατότητα, ἄν τό θελήσουμε, νά γίνουμε τέλειοι κι ἐμεῖς, ζῶντας ἕνα Παράδεισο ἐπί τῆς γῆς ἀπό αὐτήν τήν ζωή.
Ὁ κόσμος μας βαδίζει ἀπό τό κακό στό χειρότερο. Ἡ ταραχή του δέν ἔχει προηγούμενο. Ὅλα εἶναι τόσο ρευστά. Εἶναι θλιβερό ὅμως πού συνεχίζουμε μέ τόν ἴδιο τρόπο νά ἀντιμετωπίζουμε τίς ζωές μας, παραιτημένοι, μέ μοναδικό μας μέλημα τό θέλημα τῆς στιγμῆς. Τό μόνο πού μένει τελικά εἶναι μιά αἴσθηση ὅτι ὅλοι μᾶς ἀδικοῦν καί ἡ παραίτησή μας ἀπό τήν ζωή. Ὁ παράλυτος τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς φαίνεται πώς ἤθελε νά περπατήσει ξανά καί τό ἴδιο ἤθελαν καί οἱ φίλοι του πού ἔκαναν τά πάντα, γιά νά τόν φέρουν κοντά σέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Πηγή τῆς Ζωῆς. Μακάρι, ἔστω καί τώρα, νά ποθήσουμε κι ἐμεῖς νά μᾶς ἀφαιρέσει ὁ Χριστός τήν παράλυση τῶν ψυχῶν μας καί νά βοηθήσουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ κάθε τρόπο νά φθάσουμε σέ Ἐκεῖνον, ἐκ τοῦ Ὁποίου προέρχεται κάθε τι τέλειο, δωρεάν. Ἀρκεῖ νά τό ζητήσουμε!
11/7/2025
Σημειώσεις:
[1] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Εἰς τό κατά Ματθαῖον, PG 57, 357. [2] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ. π., PG 57, 358. [3] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 57, 359. [4] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 57, 360. [5] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ψήγματα Ὀρθοδόξου Τελετουργικῆς, ἐκδ. «Ὑπακοή», Ἀθῆναι, 2003, σελ. 77-78. [6] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 57, 359. [7] Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ὅ.π., PG 57, 360.