Γράφει ο Δημήτρης Ιωάννου
Στα ιταλικά «roba a via» σημαίνει «μάζεψε τα πράγματα του και φύγε…»
Ήταν το κωδικό όνομα των διωγμών που εξαπέλυσε η φασιστική Ιταλία εις βάρος των Ελλήνων της Β. Ηπείρου μετά την κατάληψη της Αλβανίας, λίγο πριν τον πόλεμο.
Εκτοπίσεις, φυλακίσεις, βασανισμοί, θάνατοι…
Οι αποκαλύψεις μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα, είναι συγκλονιστικές!
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΣΥΛΛΗΨΕΙΣ.
Οι Ιταλοί πίστευαν ότι ο πόλεμος με την Ελλάδα θα ήταν σύντομος, γι’ αυτό και δεν προχώρησαν άμεσα στην εφαρμογή των καθοριζόμενων περιοριστικών μέτρων, μετά την κήρυξη του πολέμου με την Ελλάδα. Οι πρώτες μαζικές συλλήψεις πραγματοποιήθηκαν μετά τις 6 Νοεμβρίου του 1940, όταν φάνηκαν τα προβλήματα στο μέτωπο του πολέμου και αφορούσαν πρωτίστως τους 200 περίπου Έλληνες που κατοικούσαν στην Αλβανία.
Στις αρχές του 1941 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών αναζητούσε την τύχη 67 Ελλήνων υπηκόων, που δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στο νομό Αργυροκάστρου και είχαν συλληφθεί από τον ιταλικό στρατό.
Με την έναρξη της ελληνικής αντεπίθεσης, ο ιταλικός στρατός προχώρησε σε συλλήψεις κατοίκων των παραμεθόριων ελληνικών περιοχών, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν ως όμηροι για την ανταλλαγή με Ιταλούς αιχμαλώτους πολέμου.
Στους απαχθέντες περιλαμβάνονταν όχι μόνο άντρες, αλλά ολόκληρες οικογένειες με ανήλικα παιδιά.
Στα χωριά του Πωγωνίου οι Ιταλοί έδειξαν ιδιαίτερη σκληρότητα.
Με πρόσχημα ότι θα μετακινούσαν κατοίκους στο γειτονικό χωριό της Επισκοπής, για να ανταλλαχθούν με Ιταλούς αιχμαλώτους, ομάδες αμάχων έφτασαν στο Αργυρόκαστρο και από εκεί άλλοι οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Φίερι και άλλοι βρέθηκαν να κινούνται ασυνόδευτοι προς το Τεπελένι.
Σε έκθεση που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ηπειρωτικό Μέλλον», αυτόπτης μάρτυρας περιγράφει τον τρόπο απαγωγής των κατοίκων της Κόνιτσας:
«Είναι απερίγραπτον το τι επακουλούθησε την στιγμήν αυτήν. Μητέρες χωρίς παιδιά, σύζυγοι χωρίς συζύγους, όπου έκαστος ευρέθη την στιγμήν εκείνην αρπάζεται και σύρεται εις τους δρόμους βίαια, κακοποιούμενος και υβριζόμενος και όλοι μαζί οδηγούνται αγεληδόν πολλοί των οποίων και ασκεπείς ή ανυπόδητοι ή γυμνοί φορτωμένοι με ό,τι αν ηδηνήθησαν να παραλάβουν πεζοί είς την προς Αλβανίαν άγουσαν κεντρικήν οδόν»
Τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης περιγράφει και ο Αχιλλέας Βοζιάρης, με καταγωγή από το χωριό Ποντικάτες Πωγωνίου, ο οποίος σε ηλικία 10 ετών βρέθηκε στην ομάδα ομήρων που οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Φίερι και από εκεί στον Αυλώνα:
«Στο Φίερι, όπου μας πήγαν, μείναμε, περίπου, 28 ημέρες σε ένα στρατόπεδο, όπου βρήκαμε και άλλα γυναικόπεδα, αλλά και άνδρες.
Η ζωή μας εκεί, υπήρξε μαρτυρική, κάτω από άθλιες συνθήκες καθαριότητας και φαγητού.
Περιφερόμασταν στην περιφραγμένη και γεμάτη από σκουπίδια και λασπόνερα έκταση του στρατοπέδου, με το ηθικό στο μηδέν, γιατί δε γνωρίζαμε ποια θα είναι η τύχη μας.
Ύστερα από κάποιες ημέρες όλοι σχεδόν αρρωστήσαμε από δυσεντερία λόγω βρωμιάς στο νερό, στα φαγητά και σε όλο το στρατόπεδο.
Οι αρμόδιοι του στρατοπέδου, τότε, κατασκεύασαν πρόχειρα λουτρά, αλλά το νερό ήταν λιγοστό και κακής ποιότητος, ήταν γλυφό»
ΟΜΗΡΟΙ ΣΤΗΝ ΙΤΑΛΙΑ
Σύμφωνα με αναφορά του υπουργείου Εξωτερικών, στα μέτωπα Αώου και Θεσπρωτίας οι ιταλικές δυνάμεις συνέλαβαν συνολικά 891 κατοίκους των περιοχών Κόνιτσας, Ηγουμενίτσας, Φιλιατών και των περιχώρων και τους μετέφεραν σε κέντρα κράτησης της Ιταλίας και της Αλβανίας.
Συγκεκριμένα, 444 κάτοικοι μεταφέρθηκαν στην Ιταλία, 217 παρέμειναν σε κέντρα κράτησης στην Αλβανία, ενώ οι υπόλοιποι 230 όμηροι δεν είχαν εντοπιστεί από τις ελληνικές αρχές μέχρι τον Απρίλιο του 1941.
Στην περιοχή των Αγίων Σαράντα οι εκτοπίσεις είχαν μαζικό χαρακτήρα, με μοναδικό κριτήριο την ελληνική καταγωγή των κατοίκων.
Οι συλληφθέντες βορειοηπειρώτες μεταφέρθηκαν στον Αυλώνα, από όπου αναχώρησαν για την Ιταλία.
Σε επιστολή του o Γιώργος Παππάς (Papa Jorgji), κάτοικος του χωριού Κώσταρι του Δελβίνου, περιγράφει τον τρόπο σύλληψής του, όταν επικαλούμενος τη δύσκολη οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του, ζήτησε από το Mussolini την απελευθέρωσή του:
«Όταν το ελληνοαλβανικό μέτωπο έφτασε στην περιοχή του Δελβίνου, η Διοίκηση των καραμπινιέρων μάζεψε του κατοίκους της χώρας μου να μας ανακοινώσει τη μεταφορά μας στο Δέλβινο.
Οι 25 από εμάς σταλθήκαμε στον Αυλώνα και 20 ημέρες μετά, χωρίς καμία ερώτηση και χωρίς καμία εξήγηση μεταφερθήκαμε στην Ιταλία.»
Τον Δεκέμβριο του 1940 στο στρατόπεδο του Φίερι κρατούνταν επίσης 450 Έλληνες στρατιώτες και 5 αξιωματικοί.
Ο μεγαλύτερος αριθμός αιχμάλωτων πολέμου μεταφέρθηκε στις 21 Δεκεμβρίου με πολεμικό πλοίο στην Ιταλία, ενώ οι υπόλοιποι κρατούμενοι με πλοία πολιτικού τύπου.
Για έξι ημέρες τα ατμόπλοια δεν αναχώρησαν από το λιμάνι του Αυλώνα, λόγω των σφοδρών αεροπορικών βομβαρδισμών και του φόβου τορπιλισμού.
Στις 28 Δεκεμβρίου οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στο Μπρίντεζι και από εκεί σιδηροδρομικώς στο εσωτερικό της Ιταλίας.
Σύμφωνα με πληροφορίες Ελλήνων κρατουμένων από την Ιταλία, δεν έλειψαν κρούσματα βιαιοπραγιών σε βάρος συλληφθέντων, κυρίως κατά τη μεταφορά τους στα κέντρα κράτησης. Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε η περίπτωση ενός καραμπινιέρου που με το περίστροφό του απείλησε και χειροδίκησε, ενώ σε άλλη περίπτωση διαπομπεύθηκαν τρείς ιερείς στο Μπρίντεζι, τους οποίους αφού τους ξύρισαν και τους κούρεψαν, τους περιέφεραν αποκαλώντας τους «γουρούνια Έλληνες».
ΤΙ ΙΣΧΥΡΙΣΤΗΚΑΝ ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ
Αρκετά διαφωτιστικά στοιχεία για τις μετακινήσεις αμάχων και Ελλήνων αιχμαλώτων προς την Ιταλία καταγράφονται την πολεμική έκθεση του Διοικητή των καραμπινιέρων στην Αλβανία, Crispino Agostinucci.
Η έκθεση συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1941 και παραθέτει χρήσιμα αριθμητικά στοιχεία, σχετικά με τις μετακινήσεις πληθυσμών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς μία από τις αποστολές του Σώματος των καραμπινιέρων ήταν η συνοδεία των αιχμαλώτων πολέμου, αλλά και των λοιπών ατόμων που για λόγους δημόσιας ασφάλειας μεταφέρθηκαν στην Ιταλία.
Σύμφωνα με τον Agostinucci, στην Ιταλία μεταφέρθηκαν 2.745 Έλληνες αιχμάλωτοι πολέμου, ένα μέγεθος αρκετά αξιόπιστο με μικρή σχετικά διαφορά από τα στοιχεία που διαθέτουμε από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, που εκτιμά τον αριθμό των Ελλήνων αιχμαλώτων σε 2.392 αξιωματικούς και οπλίτες.
ους εκτοπισμένους, η έκθεση αναφέρει ότι 508 Αλβανοί υπήκοοι μεταφέρθηκαν στην Ιταλία ως επικίνδυνοι για τη δημόσια ασφάλεια, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν βορειοηπειρώτες, αλλά και Αλβανοί αντικαθεστωτικοί, χωρίς να γνωρίζουμε τους ακριβείς αριθμούς. Επιπλέον, στην έκθεση αναφέρονται 466 απαχθέντες κάτοικοι από τα χωριά της ελληνικής μεθορίου, που συνελήφθησαν κατά την ιταλική οπισθοχώρηση και μεταφέρθηκαν στα κέντρα κράτησης στην Ιταλία.
Για τους κρατούμενους στο εσωτερικό της Αλβανίας, ο Agostinucci αναφέρει ότι συνελήφθησαν συνολικά 210 Έλληνες υπήκοοι.
Πληροφορίες
eikostosaionas.gr
Σπυρίδων Γιώτης
militaire.gr