22.1 C
Μεσολόγγι
13 Οκτωβρίου 2025
AITOLOAKARNANIANEWS
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

«ΙΔΟΥ ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ»!


Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς

  Μέ ἀφορμή τήν Εὐαγγελική περικοπή τῆς περασμένης Κυριακῆς (Β΄ Λουκᾶ), μᾶς δίδεται ἡ εὐκαιρία νά προχωρήσουμε σέ μερικές σκέψεις περί τῆς Δικαιοσύνης. Ἀκούσαμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας: «Καθώς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καί ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λκ. στ΄, 31-36).

  Ὁ – πρόσφατα διακηρυχθείς – ἅγιος Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, στό ἄκουσμα αὐτοῦ τοῦ λόγου ἀναφέρει πώς σέ αὐτόν περιέχεται ὅλη ἡ ἔννοια τῆς δικαιοσύνης, στήν ὁποία ὅμως πρέπει νά σπουδάσουμε μέ προσοχή, διότι ὁ καθένας τήν χειρίζεται κατά τό πῶς τόν συμφέρει. Ἡ λέξη δικαιοσύνη «ἠλεκτρίζει κάθε καρδίαν», ἀλλά συχνά χρησιμοποιεῖται, γιά νά δικαιολογήσει «κάθε παρανομίαν» καί γιά νά νομιμοποιήσει «κάθε ἀπληστίαν καί ἀσέβειαν».[1] Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε ἐγγεγραμμένη τήν δικαιοσύνη ἀπό τόν Θεό μέσα στήν καρδιά μας,[2] ἀλλά ἐπειδή «ἡ καρδία κλίνει, ὡς τά πολλά εἰς τό κακόν ἤ ἄδικον, ἀνάγκη αὕτη νά φωτίζηται ὑπό τοῦ νοός». Ὡστόσο, ἐπειδή ὄχι μόνο «ἡ καρδία τοῦ ἀνθρώπου κατεφθάρη […] ἀλλά καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐβλάβη-ἐζοφώθη» ἐξ αἰτίας τῆς πτώσεως, ἀπαιτεῖται ὁ καθαρισμός τῆς καρδιᾶς «διά τῆς διδασκαλίας τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ» καί ὁ νοῦς νά δεχθεῖ τόν Θεῖο φωτισμό.[3]

  Μόνο ὑπό αὐτές τίς προϋποθέσεις, ὅταν δηλαδή ὁ ἄνθρωπος ἀγωνίζεται καί ποθεῖ νά καθαριστεῖ καί νά φωτιστεῖ ἡ καρδιά καί ὁ νοῦς του, μπορεῖ νά βρεθεῖ ἡ Δικαιοσύνη. Ἡ «ἀπονομή τοῦ δικαίου» εἶναι «ἀποκλειστικόν ἔργον τῆς ἀγαθῆς διαθέσεως τῶν διαφερομένων» σημειώνει ὁ Ἅγιος, διότι τά Δικαστήρια καί οἱ Δικαστές συνήθως κρίνουν «ὑποκειμενικῶς».[4]

Στήν ἐποχή μας, πού σέ ὅλα τά ἐπίπεδα – διακρατικά, ἐθνικά, κοινωνικά, ἐπαγγελματικά ἤ καί μέσα στίς οἰκογένειες – τό ἄδικο κορυφώνεται, ὁ ἅγιος Γερβάσιος παρατηρεῖ ὅτι, γιά νά ἀποδώσουμε τήν δικαιοσύνη πρέπει νά ἔρθουμε στήν θέση τοῦ ἀντιδίκου μας. Ἄν τώρα ὁ ἀντίδικός μας δέν ἔχει τά ἀντίστοιχα αἰσθήματα δικαιοσύνης μέ ἐμᾶς, θά πρέπει νά εἶναι γιά ἐμᾶς «ὥσπερ ὁ ἐθνικός ἤ ὁ τελώνης».[5] Στά διάφορα χριστιανικά περιβάλλοντα, ὑπάρχει ἡ ἄποψη ὅτι θά πρέπει νά τά ἔχουμε καλά μέ ὅλους καί νά κάνουμε τά στραβά μάτια στό ἄδικο σέ ὅλα τά ἐπίπεδα. Οἱ Πατέρες μας, ὅμως, δέν κράτησαν αὐτή τήν στάση. Ὑπῆρξαν πολύ ἀνεκτικοί στό ἄδικο, πού ὑφίσταντο οἱ ἴδιοι – ἄν καί δέν ἄφηναν ἀναπάντητες τίς ἀδικίες, ὅταν τό ἔκριναν ἀπαραίτητο, εἰδικά ὅταν ἐθίγετο ἡ Ἱερωσύνη τους – ἐνῷ ὑπῆρξαν ἄτεγκτοι ὅταν ἐπρόκειτο νά ὑπερασπιστοῦν τό δίκαιο σέ Ἐκκλησιαστικά ζητήματα, ἐθνικά, κοινωνικά καί ἰδίως ὅταν ἀδικεῖτο κάποιος Ἅγιος τοῦ Θεοῦ. Αὐτό παραλάβαμε ἀπό τόν Πνευματικό μας Πατέρα καί Διδάσκαλο π. Βασίλειο Βολουδάκη, ὁ ὁποῖος ὡμίλησε γιά τήν ἁγιότητα τοῦ π. Μάρκου Μανώλη καί μᾶς ὑπέδειξε τό πῶς πρέπει νά στεκόμαστε ὑπέρ τῶν ἀδικουμένων καί μάλιστα τῶν Ἁγίων τοῦ Θεοῦ, γράφοντας τά ἑξῆς:

«Ὁ π. Μᾶρκος εἶχε αὐτὴ τὴν ἀναισθησία γιὰ τὶς κατηγορίες ποὺ τοῦ ἀπηύθυναν, γιὰ τὶς ταπεινώσεις ποὺ τοῦ προσέφεραν, ποὺ τοῦ προσφέραμε μᾶλλον, διότι ὅλοι εἴμεθα συμμέτοχοι εἴτε γιατί ἀπευθείας τὸν θλίψαμε, εἴτε γιατί δὲν κάναμε ἀρκετὸ πόλεμο ἐναντίον τῶν θλιψάντων αὐτόν».[6]

Σήμερα ἔχουμε πάψει νά μαχόμαστε ὑπέρ τῆς Δικαιοσύνης μέ τό πρόσχημα δῆθεν τῆς ἀγάπης, ὅμως, ὅπως τονίζει ὁ – Διδάσκαλος τοῦ ἁγίου Γερβασίου – ἅγιος Νεκτάριος, ἡ «ἔλλειψις τῆς δικαιοσύνης μαρτυρεῖ ἔλλειψιν ἀγάπης».[7]

Ἡ μάχη ὑπέρ τῆς δικαιοσύνης δέν πρέπει νά γίνεται μέ κοσμικά κριτήρια. Ἡ Δικαιοσύνη «συνίσταται ἐκ τοῦ πληρωθῆναι τάς ἐντολάς» τοῦ Θεοῦ. Ὀφείλουμε νά ἀγωνιστοῦμε ἀπέναντι σέ κάθε τι πού ἀντίκειται στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἀγώνας ξεκινᾶ ἀπό τόν ἑαυτό μας, πού ζεῖ ἐν ἀδίκῳ, παραποιῶντας τίς Θεῖες ἐντολές, ἀλλά ἐπεκτείνεται παντοῦ καί σέ κάθε ἀδικία. Ἡ Δικαιοσύνη «πλησίον τοῦ Θεοῦ τόν ἄνθρωπον ἵστησι, καί ἰσόθεον σχηματίζει»[8] καί «ἰσχυρόν ποιεῖ τόν ἐργαζόμενον αὐτήν».[9]

Πολλοί Χριστιανοί ἔχουν στό νοῦ τους ὅτι ὅταν κάποιος μάχεται ὑπέρ τῆς Δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ εἶναι φανατικός καί “ταλιμπάν”. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι κατά καιρούς ἐμφανίζονται πολλοί τέτοιοι, πού μαχόμενοι, ἀκόμη καί γιά φαινομενικά Ὀρθόδοξους λόγους, ἀφήνουν νά βγεῖ ἀπό τήν ψυχή τους στήν ἐπιφάνεια τέτοια κακία καί μῖσος πού τούς καθιστᾶ τοὐλάχιστον ἀποκρουστικούς. Ὅμως, ἡ μάχη γιά τήν Δικαιοσύνη δέν δίδεται, ὅπως νομίζει ὁ καθένας, ἀλλά ὅπως οἱ Ἅγιοι μᾶς περιγράφουν. Ὁ ὄντως δίκαιος «ἐν χαρᾷ καί εὐφροσύνῃ ἔσται».[10] Ἔστω καί ἄν χρειαστεῖ νά ἐλέγξει μέ τρόπο αὐστηρό κάποτε, ἡ χαρά καί ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ δέν φεύγει ποτέ ἀπό τήν ζωή του.

Ὁ δίκαιος ἐμφανίζεται «μετά παρρησίας πολλῆς ἐνώπιον συν­εδρίου καί τό πρόσωπον αὐτοῦ φαιδρύνεται ἐν τῇ ἀπολογίᾳ αὐτοῦ». Ἔχει σέ κάθε του βῆμα τό βλέμμα τοῦ Θεοῦ στραμμένο πάνω του «καί ἐάν διέλθῃ διά πυρός οὐ καυθήσεται, ὅτι ἡ δεξιά Κυρίου σκεπάσει αὐτόν».[11] Δόξα τῷ Θεῷ γιά τά δῶρα πού ἐπιφυλάσσει στούς δικαίους! Γιατί νά μή ἀνήκουμε κι ἐμεῖς σέ αὐτούς;

Μπορεῖ κανείς εὔκολα νά διακρίνει τήν ἀδικία, ὅπου καί ἄν αὐτή βρίσκεται, διότι ἀποτελεῖ «ἐνέργεια πρός ἐπικράτησιν τοῦ κακοῦ, τοῦ πολέμου, τῆς ταραχῆς»[12]. Ἀκόμη κι ἄν δέν εἶναι πλήρως ἐμφανῆ τά αἴτια τῆς ἀδικίας, αὐτό πού εἶναι ἐμφανές εἶναι τά ἀποτελέσματα, ἀφοῦ ἡ ἀδικία «πληροῖ τήν γῆν οἰμωγῶν καί ὁ στενα-γμός τῶν ἀδικουμένων ἀναβαίνει μέχρις οὐρανοῦ»[13] και «ὅπου ἄν προκύψη, ἐκεῖθεν φυγαδεύεται ἡ εἰρήνη, ἡ χαρά καί ἡ εὐθυμία».[14]

Πρέπει ἐπί τέλους νά γίνουμε δίκαιοι ἄνθρωποι, γιατί οἱ ὄντως δίκαιοι «ἀποστρέφονται» τόν ἄδικο.[15] Ἐμεῖς τούς ψηφίζουμε κιόλας, τούς προωθοῦμε μέ τήν ἀνοχή ἤ τή συνενοχή μας καί ἐπιτρέπουμε νά καταλαμβάνουν κάθε εἴδους ἀξίωμα. Ὁ δίκαιος στίς μέρες μας εἶναι δακτυλοδεικτούμενος, θεωρεῖται ἀνόητος καί φαντασιόπληκτος ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ἐχθρός τοῦ λαοῦ. Ἀντίθετα, ὁ ἄδικος πού σέ κάθε εὐκαιρία  «διαστρέφει τήν ἀλήθειαν»,[16] διότι γιά ἐκεῖνον ἀληθινό εἶναι μόνο τό συμφέρον του, βλέπει τούς ἀνθρώπους νά τοῦ ὑποκλίνονται. Ὅμως ἡ καρδιά τοῦ ἀδίκου δέν μπορεῖ νά ἀναπαυθεῖ, «ὁ φόβος πληροῖ αὐτήν καί ὁ τρόμος κατέχει αὐτήν», «τόν ἄδικον βδελύσσεται ὁ Θεός καί τό πρόσωπον αὐτοῦ ἀποστρέφει ἀπ’ αὐτοῦ».[16] Ἐμεῖς μένει νά ἐπιλέξουμε μέ ποιόν θέλουμε νά εἴμαστε!

Ὅποιος ἀδικεῖ ἐν τέλει εἶναι ἄθεος, ὅπως ξεκαθαρίζει ὁ ἅγιος Νεκτάριος, παραθέτοντας ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό β΄ κεφάλαιο τῆς Σοφίας Σολομῶντος. Ὁ ἄδικος, ἔστω κι ἄν παριστάνει τόν θρησκευόμενο, ἐφόσον ἀδικεῖ δέν πιστεύει στήν μετά θάνατον ζωή. Ἔτσι, στρέφει ὅλη του τήν δύναμη στήν ἀπόλαυση αὐτῆς τῆς ζωῆς χωρίς κανένα ὅριο. Δέν διστάζει νά καταδυναστεύει, δέν αἰσθάνεται ντροπή μπροστά σέ κανένα, ἐνῷ «τό ἀσθενές ὡς ἄχρηστον ἐλέγχεται, δηλαδή κάθε πτωχός, κάθε ἀδύναμος, ἀνυπεράσπιστος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλά καί κάθε ἀθῶος, δίκαιος καί Ἅγιος, θεωρεῖται ἀπό τούς ἀδίκους ἄχρηστος καί γι’ αὐτό ἄξιος ἐκμετάλλευσης καί ἀφανισμοῦ! Ἰδίως ὁ δίκαιος γι’ αὐτούς, πού νόμος εἶναι ὄχι οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ ἰσχύς, πρέπει νά ἀφανιστεῖ. Ὁ δίκαιος γι’ αὐτούς ἀποτελεῖ ἔλεγχο, διότι καθώς λένε: «ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν, καί ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου» καί ἀκόμη «ἐπαγγέλεται γνῶσιν ἔχειν Θεοῦ, καί παῖδα Κυρίου ἑαυτόν ὀνομάζει», «βαρύς ἐστιν ἡμῖν καί βλεπόμενος, ὅτι ἀνόμοιος τοῖς ἄλλοις ὁ βίος αὐτοῦ». Μέ ἄλλα λόγια ὁ δίκαιος «ἐναντιώνεται στά ἔργα μας, καί κατηγορεῖ τά ἁμαρτήματά μας. Ὑποστηρίζει ὅτι ἔχει γνώση Θεοῦ καί ὀνομάζει τόν ἑαυτό του παιδί τοῦ Θεοῦ. Δέν ἀντέχουμε οὔτε νά τόν βλέπουμε, διότι ἡ ζωή του δέν μοιάζει μέ τίς ζωές τῶν ἄλλων».[17]

Χάριτι Θεοῦ ἄς καταστήσουμε ἑαυτούς δικαίους, ἄς ἔχουμε ὅλοι τό κουράγιο νά ἀρθρώσουμε ἕνα λόγο ἀληθείας ἀπέναντι στήν ἀσυδοσία τῶν ἀδίκων, πού ἔχουν ξεθαρρέψει καί δέν γνωρίζουν ποῦ νά σταματήσουν. Δέν χρειάζεται νά πάρουμε τά ὅπλα, μόνο νά ἔχουμε τήν γνώση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, νά κρίνουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας καί ἔπειτα νά ὁμιλοῦμε ἀνοικτά γιά τό ἄδικο, ὅπου κι ἄν βρίσκεται, διότι ἡ ἀνοχή εἶναι συνενοχή. Δέν χρειάζεται νά πάρουμε τά ὅπλα, οὔτε νά κάνουμε ὑπερβολές. Ὅποιος ἀδικεῖ ἄς εἶναι γιά ἐμᾶς, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γερβάσιος, «ὥσπερ ὁ ἐθνικός ἤ ὁ τελώνης». Δέν εἶναι ὑπερηφάνεια αὐτό, ἀλλά τό ξεκαθάρισμα, πού ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ἐπαγγέλλεται: «Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν.  ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ» (Ματθ. ι΄, 34-36).

Σημειώσεις:

[1] Ἁγ. Γερβασίου Παρασκευοπούλου, Εὐσεβεῖς Μελέται, Ἐπί τῶν Κυριακῶν Εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων μετά προσθήκης καί ἄλλων τινῶν ἑορτίων μελετῶν, ἐκδ. Σχολή χειροτεχνίας “Ἡ Ἁγία Ταβιθᾶ”, Πάτραι, 1961, σελ. 107. [2] Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Εἰς τό κατά Λουκᾶν, PG 72, 597CD. [3] Ὅ.π., σελ. 108. [4] Ὅ.π., σελ. 109. [5] Ὅ.π. [6] Πρωτ. Βασιλείου Ἐ. Βολουδάκη, Ὁ π. Μᾶρκος ἐνσάρκωσις τῆς «Κλίμακος» τοῦ ἁγ. Ἰωάννου, Ὁ ἁγιώτατος π. Μᾶρκος Μανώλης: Σχολή Ὀρθοδοξίας, ἐφημερίδα «Ὀρθόδοξος Τύπος», ἔτος ΝΕ΄, ἀρ. φύλλου 2064. [7] Ἁγ. Νεκταρίου Πενταπόλεως, Τό γνῶθι σαυτόν, ἐκδ. “Ἅγιος Νικόδημος”, Ἀθῆναι, σελ. 123. [8] Ὅ.π., σελ. 122. [9] Ὅ.π., σελ. 123. [10] Ὅ.π., σελ. 124. [11] Ὅ.π. [12] Ὅ.π., σελ. 125. [13] Ὅ.π. [14] Ὅ.π., 125-126.  [15] Ὅ.π., σελ. 126. [16] Ὅ.π. [17] Ὅ.π., σελ. 127-128.



ΠΗΓΗ

Related posts

Ο Γέροντας Εφραίμ για τη σημασία της Παναγίας στη ζωή του Χριστιανού

admin

Στάρετς Ιωσήφ, Για τη μακροθυμία, την ειρηνικότητα και τη συνείδηση

admin

Διαστροφικά έργα «τέχνης» – Pemptousia

admin

Αφήστε ένα σχόλιο