15 Οκτωβρίου 2025
AITOLOAKARNANIANEWS
ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ

Για τα παλιά χρόνια των κατηχητικών: Τα ποιήματα και τα άσματα μιάς άλλης εποχής


Στὸν κόσμο τοῦ «Θρησκευτικοῦ» στὴν Κυθρέα

Θά ’θελα, μὲ τὸ συνοπτικὸ αὐτὸ κείμενό μου, νὰ γυρίσω σὲ ἕνα κόσμο καὶ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἔχουμε λησμονήσει. Εἶναι ἐκεῖνα τὰ χρόνια τῆς τρυφερότητος καὶ τῆς ἁπαλότητος καὶ τῆς εὐαισθησίας, τὰ χρόνια τοῦ ὀνείρου καὶ τῆς φαντασίας. Τὰ χρόνια τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὰ Κατηχητικὰ τῆς ἐποχῆς μας, μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν ἔρωτα πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό. Μαζὶ καὶ τὸ ὄνειρο τῆς Ἑλλάδος.

Ἦταν οἱ εὐαισθησίες τῆς παιδικότητος, τῆς ἐφηβείας καὶ ἔπειτα τῆς νεότητος μιᾶς γενιᾶς ποὺ ἔζησε ἁπαλὰ καὶ ὀνειρικά, μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀγριότητα καὶ τὴν βαρβαρότητα τῆς νεότερης ἐποχῆς. Στὰ χρόνια ποὺ ἡ κοινωνία τῆς Κύπρου εἶχε ψυχή, εἶχε ἐλπίδες καὶ Χάρη Θεοῦ. Καὶ μαζὶ χαρά, μέσα στὶς στερήσεις καὶ τὴν πενία της.

Γυρίζουμε ἔτσι σὲ ἕνα κόσμο καὶ μιὰ ἐποχή, κατὰ τρόπο τρυφερὸ καὶ ἁπαλὸ καὶ νοσταλγικό, γιὰ ὅλους ἐμᾶς ποὺ τὸν ζήσαμε. Καὶ ἐδῶ ἔγκειται, πέραν τῶν ἄλλων, ἡ ἀξία καὶ ἡ σημασία καὶ ἡ σπουδαιότητά τους. Ἡ ἀνάδειξη τῶν παιδικῶν καὶ μαθητικῶν ἀποτυπωμάτων μιᾶς ἄλλη ἐποχῆς.

Ἐπιστρέφω στὰ χρόνια τοῦ ἑξῆντα, ἀλλὰ καὶ ἐνωρίτερα, πιὸ πίσω, στὰ χρόνια τοῦ 55-59, μὲ ἐκεῖνα ὅλα ποὺ μᾶς κράτησαν κοντὰ στὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Στὰ κατηχητικὰ τῆς Κυριακῆς, μετὰ τὴν ἐκκλησία, μὲ τὰ τραγούδια μας, μὲ τὸ σῆμα στὸ πουλοβεράκι μας, μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστό. Μὲ τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ».

Ἦταν μαζὶ τὰ περιοδικὰ «Ἡ Ζωὴ τοῦ Παιδιοῦ» καὶ τὸ «Πρὸς τὴν Νίκη», κι οἱ ἐκκλησιαστικοί, οἱ θρησκευτικοὶ ποιητές μας. Ὁ ποιητὴς Γ. Βερίτης, ποὺ τὸν ἀπαγγέλλαμε μετὰ πάθους, ἕνας πρόωρα χαμένος χριστιανὸς ποιητής. Ἀλέξανδρος Γκιάλας τὸ πραγματικό του ὄνομα. Ἀπὸ τὴ Χίο. Πέθανε πρόωρα τὸ 1948. Ἐμεῖς ξέραμε τὰ ποιήματά του, τὰ ἀπαγγέλλαμε στὶς γιορτές μας, καὶ νοιώθαμε ἀνάταση ψυχῆς.

Ο ποιητής Γ. Βερίτης.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στέκομαι, λοιπόν, πρῶτα σ’ αὐτὴ τὴ διάσταση ἐκείνων τῶν χρόνων, τὴν Χριστιανικὴ τῶν Κατηχητικῶν τῆς τότε ἐποχῆς, καὶ δίνω πρῶτα ἕνα ποίημα τοῦ Γ. Βερίτη, ποὺ στὴν ποίησή του μαθητεύσαμε τότε:

«Συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ
λαχτάρησα νὰ ζήσω,
ὣς νὰ φτάσει κι ἡ στερνὴ
στιγμή, νὰ ξεψυχήσω.

Νά ́ν’ αὐτὸς γιὰ μένα πιὰ
καὶ μάνα καὶ πατέρας,
ὅσο νὰ χτυπήσ’ ἡ ἀργὴ
καμπάνα τῆς ἑσπέρας.

Ἡ καμπάνα τοῦ βραδιοῦ
μὲ τὸν ἀπόκοσμο ἦχο,
ποὺ γκρεμίζει τῶν φθαρτῶν
καὶ πρόσκαιρων τὸν τοῖχο.

Συντροφιὰ μὲ τὸ Χριστὸ
λαχτάρησα νὰ ζήσω,
τὴν ἀγάπη του, θερμή,
στὰ στήθια μου νὰ κλείσω.

Καὶ τὰ στήθια εἶναι στενὰ
κι ἀνοίγουν καὶ πλαταίνουν,
κι ὅσο πιὸ πολὺ ἀγαποῦν
τόσο καὶ δὲ χορταίνουν.

Σὰν τριαντάφυλλο ἀνοιχτὸ
στὸν ἀνοιξιάτικο ἥλιο,
πρόσχαρη ἡ ψυχή μου ἀνθεῖ
στῆς χάρης τὸ βασίλειο.

Ζεῖ κι ἀνθεῖ κι ὁλόβολη
μοσκοβολᾶ απ’ τὰ μύρα,
καὶ χορεύει σὰν πουλὶ
γιὰ τὴ χρυσή της μοίρα.» κλπ.

Αὐτὸ τὸ εἶχε ξεχωρήσει κι ὁ ἅγιος Γέρων πορφύριος:
«Ὅταν ἀγαπήσεις τὸ Χριστό, κάνεις κόπο, ἀλλὰ εὐλογημένο κόπο. Ὑποφέρεις, ἀλλὰ μὲ χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αὐτὰ εἶναι πόθος, θεῖος πόθος. Καὶ πόνος καὶ πόθος καὶ ἔρωτας καὶ λαχτάρα καὶ ἀγαλλίαση καὶ χαρὰ καὶ ἀγάπη. Οἱ μετάνοιες, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νηστεία εἶναι κόπος, ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Ἀγαπημένο. Κόπος, γιὰ νὰ ζεῖς τὸν Χριστό. Ἂλλ’ αὐτὸς ὁ κόπος δὲ γίνεται ἀναγκαστικά, δὲν ἀγανακτεῖς. Ὅ,τι κάνεις ἀγγαρία, δημιουργεῖ μεγάλο κακὸ καὶ στὸ εἶναι σου καὶ στὴν ἐργασία σου. Τὸ σφίξιμο, τὸ σπρώξιμο φέρνει ἀντίδραση. Ὁ κόπος γιὰ τὸ Χριστό, ὁ πόθος ὁ ἀληθινὸς εἶναι Χριστοῦ ἀγάπη, εἶναι θυσία, εἶναι ἀνάλυση. Αὐτὸ ἔνιωθε καὶ ὁ Δαβίδ: “Ἐπιποθεῖ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχὴ μοῦ εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου”. Ποθεῖ μὲ λαχτάρα καὶ λιώνει ἡ ψυχή μου ἀπ’ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τοῦ Δαβὶδ ταιριάζει μὲ τὸ στίχο τοῦ Βερίτη ποὺ μ’ ἀρέσει:
“Συντροφιὰ μὲ τὸν Χριστὸ
λαχτάρησα νὰ ζήσω,
ὣς νὰ φθάσει κι ἡ στερνὴ
στιγμὴ νὰ ξεψυχήσω”.»

Ἦταν, ἀκόμα, μεταξὺ πολλῶν ἄλλων, ἡ ποιήτρια Καίτη Χιωτέλλη, ποὺ τὴν ἀνθολόγησε στὴν «Ἀκτὴ» ὁ Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος.
«Μνήμη δικαίου ἡ μνήμη τοῦ ποιητῆ
ποὺ βίωσε τὴν ποίηση ὣς τὴν παραφροσύνη
καὶ δίχως φρόνηση -τὴν κατὰ κόσμον- περιφρόνησε
τὶς ματαιότητες τοῦ κόσμου τῶν φρονίμων.»
(«Ποιητής»)

«Τὸ βραδινὸ ἀεράκι μόλις φυσοῦσε
τὸ κῦμα τὴν ἀκρογιαλιὰ γλυκοφιλοῦσε
καὶ τὸ φεγγάρι στὸ γιαλὸ μ’ ἀκολουθοῦσε
σὰν φωτεινὴ μακρόσυρτη σκιά.»
(«Θαλασσινό»)

Γιώργος Ιωάννου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Στέκομαι μαζὶ καὶ σὲ ἐκεῖνο τὸ κείμενο ἐξομολόγησης καὶ ὁμολογίας Χριστοῦ τοῦ Γιώργου Ἰωάννου, χρόνια μετά, πρὶν τὴν ἀναχώρησή του ἀπὸ τὴν ζωή, μὲ τίτλο «Ὁ Χριστὸς ἀρχηγός μας…», μὲ τὰ χριστιανικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ συσσίτια τῆς Θεσσαλονίκης στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς.
«Ὁ Ἐσταυρωμένος τῆς αἴθουσας ἦταν ὁ σκλαβωμένος, φυλακισμένος, τουφεκισμένος καὶ πεινασμένος ἑλληνικὸς λαός. Τὸ πράσινο πανὶ τῶν τραπεζιῶν μας συμβόλιζε τὴν ἐλπίδα, ποὺ ἀντιπροσωπεύαμε ἐμεῖς, τὰ νεαρὰ μὰ ἀτροφικὰ βλαστάρια τῶν Ἑλλήνων. Ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε καὶ ὁ λαὸς θὰ ἀναστηνόταν. Σ’ αὐτὸ τὸ περιβάλλον ἐτελεῖτο τὸ μέγα μυστήριο» (Η Πρωτεύουσα των Προσφύγων, σ. 123).

«Ὁ Ἰωάννου […] στὸ ἀριστουργηματικὸ αὐτὸ πεζογράφημα ἐπιδιώκει νὰ δημιουργήσει μῦθο γιὰ ὅλα ὅσα ἔζησε τότε στὴ Χριστιανικὴ Κίνηση, νὰ πλάσει τὸ μῦθο τους καὶ τὸ μῦθο τῆς ἐποχῆς του, γιὰ νὰ μπορέσει ἀκριβῶς νὰ ἐκφράσει τὴν ἐσώτερη ἀλήθεια της… Ἡ ἀτμόσφαιρα τοῦ μύθου ποὺ ἀποτυπώνεται στὸ “Ὁ Χριστὸς ἀρχηγός μας…”, ἡ ἀλήθεια τοῦ μύθου, καλύτερα, εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα ἡ εὐγνωμοσύνη γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ φρόντισαν στὴν Κατοχὴ τὰ φτωχὰ παιδιὰ τῆς Θεσσαλονίκης, ἀνάμεσά τους καὶ τὸν ἴδιο, μὲ ἀφοσίωση καὶ ἀνιδιοτέλεια, ποὺ ἐπιτελοῦσαν κάθε μέρα τὸ θαῦμα τῶν θαυμάτων νὰ τοὺς ἑτοιμάζουν ἑκατοντάδες μερίδες καλοῦ καὶ καθαροῦ φαγητοῦ.

Αὐτὸ τὸ πνεῦμα τῆς εὐγνωμοσύνης διαπνέει ὅλο τὸ κείμενο καὶ βρίσκει τὴν κορυφαία διατύπωσή του, μὲ ἰσχυρὴ συγκίνηση, στὴ σκηνὴ τοῦ τέλους… Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τῆς Κίνησης ἔσωσαν μέσα στὴν Κατοχὴ ἑκατοντάδες ἢ ἀκόμη καὶ χιλιάδες παιδιὰ καὶ τοὺς ξανάδωσαν πίστη καὶ ἐλπίδα ὅτι μπορεῖ νὰ ὑπάρξει μιὰ νέα ζωὴ σὲ μιὰ “ἀναγεννημένη χριστιανικὴ Ἑλλάδα”».

Εἴχαμε τότε ἀρχηγό μας τὸν Χριστό καὶ δὲν φοβόμαστε τίποτα. Πηγαίναμε ἐδῶ στὴν Κύπρο καὶ στὴν κατασκήνωση τοῦ Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης, μὲ τὸν πατέρα Εὐστάθιο, ποὺ ἀσκήτεψε ὕστερα στὸ Ἅγιο Ὄρος στὴ Νέα Σκήτη καὶ κοιμήθηκε ἐκεῖ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Τὰ Χριστιανόπουλα», λοιπόν, ποὺ χρόνια μετὰ τὰ τραγούδησε ὁ Λουκιανὸς Κηλαηδόνης στὸ πιάνο, στὸν δίσκο «Ἂχ πατρίδα μου γλυκειά».

Ἀκούω ξανὰ ἐκεῖνα «Τὰ Χριστιανόπουλα» καὶ μὲ πιάνει ἀκόμα ρῖγος καὶ συγκίνηση:
«Τὰ χριστιανόπουλα θὰ πᾶμε μὲ φτερά
νὰ ποῦμε μήνυμα ποὺ δίνει τὴ χαρά.
Μᾶς περιμένει μὲ λαχτάρα ὅλη ἡ γῆ
κι ἐμεῖς κινήσαμε πρωὶ μὲ τὴν αὐγή.

Τίποτε στὸν δρόμο δὲ μᾶς σκιάζει,
οὔτε ἡ μπόρα, οὔτε τὸ χαλάζι.
Ἔχουμε μαζί μας τὸ Χριστό,
σύντροφο χαρᾶς, πατέρα κι ἀδερφό.

Ἐμπρός, μὲ μιὰ ψυχή, μᾶς περιμένει ἡ γῆ.

Ὁ πόνος ἅπλωσε τὰ πέπλα του παντοῦ,
γιατὶ ξεκίνησε ἀπ’ τὴ χώρα τοῦ κακοῦ.
Ἡ γῆ γονάτισε καὶ δὲν ἀντέχει πιά,
τὸ κῦμα θέριεψε καὶ σπάσαν τὰ κουπιά.

Ὅμως ἐμεῖς τὸ φῶς καὶ τὴ γαλήνη
θὰ σκορπίσουμε μέσα στὴ δίνη.
Μέσα στὸ σκοτάδι ὅλης τῆς γῆς
μήνυμα θὰ φέρουμε μιᾶς θείας χρυσαυγῆς.

Ἐμπρός, μὲ μιὰ ψυχή, μᾶς περιμένει ἡ γῆ.»

Κρήτες επαναστάτες και ανάμεσά τους ο Ελευθέριος Βενιζέλος (1896).

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Ἀργότερα ἀνακάλυψα πὼς τὸ τραγούδι αὐτό, ὅσον ἀφορᾶ στὴ μουσική, ἦταν ἕνα ἀντάρτικο ἐπαναστατικὸ τραγούδι τῆς Κρήτης. «Ἀπὸ φλόγες ἡ Κρήτη ζωσμένη / τὰ βαριά της τὰ σίδερα σπᾶ.» Σημειώνω ἢ καλύτερα ἀντιγράφω τὰ σχετικὰ ἀπὸ τὸν ἠλεκτρονικὸ τόπο:

«Ὁ Ὕμνος “Ἀπὸ φλόγες ἡ Κρήτη ζωσμένη” γράφτηκε ἀπὸ τὸν Ἕλληνα μουσικοσυνθέτη Σπυρίδωνα Καίσαρη κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς Κρήτης 1896-1897. Πρόκειται γιὰ ἕνα πατριωτικὸ κρητικὸ ἐμβατήριο, τὸ ὁποῖο γιὰ ἀρκετὰ χρόνια τὸ δίδασκαν στὰ σχολεῖα ὡς ἐθνικὸ ὕμνο τῆς Κρητικῆς Πολιτείας κι ἔτσι ἔμεινε στὶς συνειδήσεις ὅλων, ὡς “Κρητικὸς Ὕμνος”. Μιλᾶ γιὰ τοὺς ἀγῶνες τῶν Κρητῶν ἐναντίον τῶν Τούρκων, γιὰ τὸν πόθο τῆς Ἕνωσης μὲ τὴ μητέρα Ἑλλάδα. Στοὺς στίχους του ἔχουμε τὴν προσωποποίηση τῆς Κρήτης ὡς πάνοπλης γυναίκας ποὺ σπάει τὶς ἁλυσίδες τῆς σκλαβιᾶς παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τὶς φλόγες τοῦ πολέμου. Σὲ κάθε ἀγῶνα τους οἱ Κρῆτες τὸ τραγουδοῦσαν παίρνοντας δύναμη ἀπὸ τοὺς στίχους του.
«Ἀπὸ φλόγες ἡ Κρήτη ζωσμένη,
τὰ βαριά της τὰ σίδερα σπᾶ
Καὶ σὰν πρῶτα χτυπιέται – χτυπᾶ
καὶ γοργὴ κατεβαίνει.

Μὲ μεγάλο θεόρατο δόρυ,
ὅλη νιᾶτα πετᾶ καὶ ζωή,
Καὶ σὲ τόση φωτιὰ καὶ βοή,
τρέμουν δάση καὶ ὄρη.

Χτύπα! Χτύπα, τῆς θάλασσας Σούλι!
Χτύπα, κόρη γλυκιὰ τοῦ γιαλοῦ.
Ἐδῶ, ἄντρες παλεύουν. Ἀλλοῦ,
ζοῦν γυναῖκες ἢ δοῦλοι.

Ἀπὸ δῶ Σελινιῶτες, Λακκιῶτες,
ἀπὸ κεῖ στὴ φωτιά, οἱ Σφακιανοί.
Νὰ βουίζει παντοῦ μιὰ φωνή:
Στὶς σπαθιές σας τὶς πρῶτες!»

Ὁ δημιουργὸς τῶν στίχων του εἶναι ὁ ποιητὴς Γεώργιος Παράσχος, ἀδελφὸς τοῦ Ἀχιλλέως Παράσχου. Οἱ στίχοι του, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος δὲν ἦταν Κρητικός, ἀπετέλεσε ἀργότερα ἐπαναστατικὸ τραγούδι στὶς μάχες τῆς Κρητικῆς Ἐπανάστασης τοῦ 1896-1897. Ἀργότερα ἔγιναν θούριο ἀπὸ τὸν μαέστρο Σπυρίδωνα Καίσαρη καὶ ἐνσωματώθηκαν στὸ μελόδραμα του, “Ὁλονυκτία τῆς Κρήτης”.

Ὁ Σπυρίδων Καίσαρης (1859-1946) τοῦ Νικολάου ἦταν σπουδαῖος Ἕλληνας μουσικοσυνθέτης. Γεννήθηκε στὴν Κέρκυρα τὸ 1859. Ἦταν μικρότερος ἀδελφὸς τοῦ Ἰωσὴφ Καίσαρη. Κατατάχθηκε στὴ στρατιωτικὴ μουσικὴ τῆς Ἀθήνας, ὅπου καὶ ἀναδείχτηκε σχετικὰ γρήγορα. Τὸ 1888 ἀνέλαβε ἀρχιμουσικὸς τοῦ πυροβολικοῦ καὶ τὸ 1892 καθηγητὴς τοῦ Ὠδείου Ἀθηνῶν καὶ στὴ συνέχεια ἔφορος καὶ καθηγητὴς πνευστῶν ὀργάνων καὶ γιὰ ἀρκετὰ χρόνια διευθυντὴς τῶν στρατιωτικῶν μπαντῶν. Ἐπίσης ἀνέλαβε τὴν ὀργάνωση τῆς φιλαρμονικῆς μπάντας τῆς Ἀθήνας, τοῦ Πειραιᾶ, τῆς Σύρου καὶ τῆς Ζακύνθου. Ἀποστρατεύθηκε τὸ 1922. Ἔγραψε πολλὰ ἐμβατήρια μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸ ἀφιερωμένο στὸν Βασιλέα Κωνσταντῖνο Α΄ “Τοῦ ἀϊτοῦ ὁ γιός”, τὸ ἐμβατήριο “Ἡ ἑλληνικὴ σημαία”, διάφορα χορωδιακὰ καὶ τὸ μελόδραμα “Ὁλονυχτία τῆς Κρήτης”, στὸ ὁποῖο ἀνήκει καὶ τὸ περίφημο κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τῆς Κρήτης (1896-1897) γενόμενο «Ἀπὸ φλόγες ἡ Κρήτη ζωσμένη». Ὁ Σπυρίδων Καίσαρης πέθανε στὶς 6 Ἀπριλίου τοῦ 1946.»

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τῆς ἴδιας ἐποχῆς εἶναι καὶ ὁ “Ὕμνος τῆς Κύπρου” τοῦ Ἰωάννη Περδίου, μὲ τίτλο «Ἡ λάβα τῆς Κύπρου». Ἐμεῖς τὸ τραγουδούσαμε ὣς τὸ ’60 ἢ τὸ ’67.
«Ἡ Κύπρος μας ποὺ στέναζε
τόσους αἰῶνες σκλάβα
καὶ μάτωναν τὰ χέρια της
τόσα δεσμὰ βαρυά
ἀπ’ τὴν ψυχή της ἔχυσε
τὴν ἄσβεστη τὴ λάβα
κι’ ἄνοιξε δρόμο φωτεινό, νὰ βρεῖ τὴ λευτεριά
Νὰ βρεῖ τὴ λευτεριὰ (τρίς)

Σὲ κάθε πόλη καὶ χωριό
ἡ λάβα της ἁπλώνει
σκλαβιᾶς νὰ λιώσουν σίδερα
καὶ νὰ ξεσκλαβωθεῖ
καὶ στοὺς ἀνέμους ποὺ φυσοῦν
ἡ φλόγα τους φουντώνει
καὶ φλέγεται στῆς μάνας της
τοὺς κόρφους νὰ ριχτεῖ (τρίς)

Ἄς ἔρθουν ὅσοι λέγανε
τὴν Κύπρο μας τσιγκάνα
καὶ τὴν πλαστογραφούσανε
χωρὶς καμμια ντροπή,
νὰ δοῦν κι’ αὐτοὶ πὼς φλέγεται
γιὰ τὴ γλυκιά της μάνα
κι’ ἡ γλῶσσα τους νὰ ρουφηχτεῖ
πρὶν σύρριζα κοπεῖ.» (τρίς)

Γυρίζω καὶ στὸ ἄλλο τραγούδι τῶν Κατηχητικῶν, με τὸν Χριστὸ ἀρχηγό μας.

«Κτίστες, μπρός,
μὲ καρδιὰ γεμάτη φῶς
κι ὁ Χριστὸς
θὰ μᾶς εἶναι ἀρχηγός.

Μὲ τὰ φτυάρια μας,
τὶς ἀξίνες μας
θεμελιώνουμε γερὰ
καὶ θὰ κτίσουμε
μὲ τὴ φλόγα μας
ἕναν πύργο μὲ χαρά.» κλπ.

Η Εκκλησία της Αγίας Μαρίνας στην τουρκοκρατούμενη σήμερα Κυθρέα.

Ὅλα αὐτὰ μὲ πᾶνε στὴν Κυθρέα, στὰ Κατηχητικά, στὸν «Θρησκευτικό», ἐκεῖ στὸ παλιὸ σπίτι στὴν αὐλὴ τῆς Ἁγίας Μαρίνας, ὅπως καὶ στὴν πλατεῖα ὕστερα Σεραγίου. Ἔτσι σ’ ἄλλους καιροὺς ἐπιστρέφω, στὴ δεκαετία τοῦ ’60, μὲ τὸν κόσμο τῆς παιδικῆς καὶ ἐφηβικῆς ἀθωότητος καὶ τὸν Χριστό, μὲ ὅσα ζήσαμε τότε. Ὁ Χριστὸς παντοῦ κι ἡ καλοσύνη κι ἡ ἀγάπη Του.

Μὲ αὐτὰ τὰ ποιήματα καὶ τὰ ἄσματα τῆς τρυφερότητος καὶ τῆς ἁπαλότητος καὶ τῆς ἐλπίδος καὶ τοῦ ἐθνικοῦ ὁράματος μεγαλώσαμε τότε. Κάποιοι μπορεῖ νὰ τὰ ἀναθεματίζουν ὅλα αὐτὰ τώρα. Ἴσως καὶ δικαίως, καθὼς τὰ συνδέουμε μὲ τὰ κενὰ συνθήματα καὶ τὴν καπηλεία, ποὺ τὰ συνόδευε. Ἄλλοι καιροί, τώρα, καιροὶ ἀμφισβήτησης. Ὅμως τότε ὅλα αὐτὰ μᾶς κράτησαν καὶ μᾶς διέσωσαν, δίνοντας χρῶμα στὴν πενία μας καὶ στὴν μοναξιά μας. Αὐτὰ γέμιζαν τὰ παιδικά μας χρόνια, τὸν ἄδειο χρόνο μας τῆς Κυριακῆς, περιμένοντας τὸ μεσημεριανὸ τραπέζι στὸ σπίτι μας.

Δὲν ἦταν τότε ὅλα εἰδυλλιακά. Γιατὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ ἦταν κι ἡ σκιὰ ἑνὸς δυτικότροπου εὐσεβισμοῦ. Ἦταν καὶ ἄλλα. Πονεμένα. Καὶ σκληρά. Τὰ περιέγραψε ἐπωδύνως ὁ Χρῆστος Γιανναρᾶς στὸ «Καταφύγιο ἰδεῶν». Καὶ ὣς ἕνα βαθμὸ ὁ Γιῶργος Ἰωάννου στὸ πολυσέλιδο «Ὁ Χριστὸς ἀρχηγός μας…», ποὺ ἀναφέραμε. Ὅμως ἐγὼ θέλω νὰ κρατήσω ἐκεῖνα τῆς παιδικότητός μας. Τῆς ἀθωότητος καὶ τῆς χαρᾶς μας. Τί ἄλλο εἴχαμε ἄλλωστε, ποὺ νὰ μᾶς δίνει χαρά;

Ὕστερα ἦταν ποὺ γνωρίσαμε τὸν λόγο τῶν Γερόντων. Τὸν ἅγιο Πορφύριο, τὸν ἅγιο Παΐσιο, τὸν ἅγιο Ἰάκωβο Τσαλίκη. Κι ἀργότερα τὸν Γέροντα Ἀνανία Κουστένη. Ἔτσι γνωρίσαμε τὴν κρυμμένη Ὀρθοδοξία μὲ τὴν ἀγάπη της, τὴν τρυφερότητα, τὴν ἁπαλότητά της, ποὺ μᾶς δέχθηκε στὴν ἀγκαλιά της. Ὅλα τὰ ἄλλα, τὰ ὀργανωσιακὰ τοῦ εὐσεβισμοῦ τὰ ἀφήσαμε πίσω μας.

Μένω ἐδῶ. Κι ἂς εἶναι ὅλα τὰ πιὸ πάνω ἕνα μνημόσυνο μιᾶς ἐποχῆς ποὺ ἔφυγε, ποὺ χάθηκε ἀνεπιστρεπτί, ποὺ μᾶς διέσωσε καὶ μᾶς κράτησε, ὅμως, ὁριστικὰ θὰ ἔλεγα, στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Χριστοῦ.

4-7 Ὀκτωβρίου 2025

Πηγή: pemptousia.gr



ΠΗΓΗ

Related posts

Ησυχασμός: Η κορυφαία έκφραση της ορθοδόξου πνευματικότητας

admin

Λόγος και Μέλος: Μνήμη Πρωτοπρεσβυτέρου Σεραφείμ Φαράσογλου (Α΄)

admin

Αλκιβιάδης Στεφανής: 1821. Πώς το αδύνατο έγινε δυνατό!

admin

Αφήστε ένα σχόλιο