Το να αντιμετωπίζεις την αγάπη για τη δουλειά ως αρετή, μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ για τους εργαζόμενους και τις ομάδες.
Ο ρόλος της εργασίας στη ζωή μας ερμηνεύεται συχνά από δύο αντίθετες σχολές σκέψης: η μία υποστηρίζει ότι «αν κάνεις αυτό που αγαπάς, δεν θα δουλέψεις ποτέ στη ζωή σου», ενώ η άλλη θεωρεί ότι «μια δουλειά πρέπει απλώς να καλύπτει τα έξοδα».
Η πρώτη προσέγγιση αντιπροσωπεύει την έννοια της ενδογενούς (intrinsic) παρακίνησης, ή αλλιώς του εσωτερικού κινήτρου. Όταν δηλαδή, η ίδια η απόλαυση της εργασίας είναι αρκετή για να παρακινήσει το άτομο, χωρίς να χρειάζονται εξωτερικές ανταμοιβές, όπως ταχρήματα ή η αναγνώριση.
Πιο απλά, η Μιτζέονγκ Κουόν, βοηθός καθηγήτρια διοίκησης οργανωτικής συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Rice Business, εξηγεί στο The Conversation ότι όταν κάποιος δουλεύει επειδή του αρέσει πραγματικά αυτό που κάνει, κι όχι για τα λεφτά ή τις ανταμοιβές, αποδίδει καλύτερα. Αυτό ονομάζεται εσωτερικό κίνητρο.
Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα δείχνει ότι η ενδογενής παρακίνηση μπορεί να γίνει προβληματική όταν θεωρείται ηθικά ανώτερη σε σύγκριση με άλλες μορφές κινήτρων, όπως π.χ. το οικονομικό όφελος.
Πότε η αγάπη για τη δουλειά γίνεται μειονέκτημα
Σε μελέτη του 2023, στην οποία η Μ. Κουόν ήταν συν-συγγραφέας, διαπιίστωσε πώς όσοι θεωρούσαν το εσωτερικό κίνητρο «ηθικά ανώτερο», υποτιμούσαν άλλες κοινές μορφές κινήτρων, όπως η χρηματική ανταμοιβή ή η αναγνώριση. Έτσι, παρά τα πλεονεκτήματα της εσωτερικής παρακίνησης, υπάρχουν και σημαντικά μειονεκτήματα, όταν αυτή η μορφή παρακίνησης θεωρείται «ηθικό καθήκον». Τότε, ακόμη και οι δουλειές που αγαπάμε μπορεί να μετατραπούν σε βαρετές ή λιγότερο ευχάριστες διαδικασίες.
Όταν η ενδογενής παρακίνηση, δηλαδή, μετατρέπεται σε ηθική υποχρέωση, οι εργαζόμενοι μπορεί να αισθάνονται ενοχές αν δεν πηγαίνουν στη δουλειά με ενθουσιασμό, ή ίσως να υποφέρουν από εργασιακή εξάντληση (burnout) ή να υπομένουν υπερβολικά μεγάλα διαστήματα σε ακατάλληλους ρόλους, παραμελώντας άλλες ζωτικές ανάγκες, όπως η οικονομική σταθερότητα.
Επιπλέον, πολλοί εργαζόμενοι δεν θα βιώσουν ποτέ αυτή την αγάπη για τη δουλειά τους. Αυτό δεν αποτελεί ηθική αποτυχία, αλλά μια πραγματικότητα.
Οι 8 στους 10 εργαζόμενους βιώνουν αποστασιοποίηση από τη δουλειά τους
Η έρευνα της Κουόν και των συνεργατών της σε περίπου 800 εργαζόμενους σε 185 ομάδες απέδειξε, επίσης, πώς όσοι ηθικοποιούσαν την αγάπη για τη δουλειά ήταν λιγότερο πρόθυμοι να βοηθήσουν συναδέλφους που θεωρούσαν λιγότερο παθιασμένους από εκείνους, αλλά περισσότερο πρόθυμοι να στηρίξουν εργαζόμενους που είχαν παρόμοια με τα δικά τους κίνητρα.
Παράλληλα, όπως γράφει η ερευνήτρια, το 79% των εργαζομένων είναι αποσυνδεδεμένοι από την εργασία τους, μια τάση γνωστή ως «Μεγάλη Αποστασιοποίηση» (The Great Detachment). Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, μάλιστα, δείχνει να είναι το χαμηλότερο δεκαετίας. Στο παρελθόν το ποσοστό αυτό υπήρξε υψηλότερο παλαιότερα, σύμφωνα με την ίδια.
«Οι μαζικές απολύσεις, η στασιμότητα των μισθών και η στροφή προς την καριέρα με ελάχιστες απαιτήσεις, ενισχύουν αυτό το αίσθημα, καθώς οι εργαζόμενοι προτιμούν να διατηρούν τις πραγματικές φιλοδοξίες και τα πάθη τους εκτός ωραρίου εργασίας».
Η ιδέα του εσωτερικού κινήτρου για την εργασία είναι επίσης βολική για όσους βρίσκονται στην κορυφή της ιεραρχίας, καθώς επωφελούνται από τη διάθεση των εργαζομένων να προσφέρουν παραπάνω υπηρεσίες, χωρίς επαρκή ανταμοιβή.
Συμπερασματικά, η αγάπη για τη δουλειά αποτελεί προνόμιο και όχι ένδειξη ηθικής υπεροχής. Η σωστή κατανόηση και η ρεαλιστική προσέγγιση της εργασίας μπορούν να βοηθήσουν στην πρόληψη του burnout και στη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
Φωτό: istock

