Κάτοικοι και φορείς της περιοχής Καστρί Λουτρό Λάρισας, εξέφρασαν πρόσφατα την έντονη αντίθεσή τους για την εγκατάσταση μυδοκαλλιέργειας στην περιοχή τους. Σε σχετική εκδήλωση, που πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του Εξωραϊστικού Συλλόγου Καστρί Λουτρό και του Δικτύου Δέλτα Πηνειού, οι συμμετέχοντες ξεκαθάρισαν ότι θα χρησιμοποιήσουν κάθε νόμιμο μέσο για να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη.
Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του Εξωραϊστικού Συλλόγου Καστρί Λουτρό στις 6 Ιουλίου και συμμετείχαν στελέχη της τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτου και δεύτερου βαθμού, τα οποία επιβεβαίωσαν την πλήρη στήριξή τους στις κινητοποιήσεις των κατοίκων. Οι ομιλητές υπογράμμισαν τις αρνητικές συνέπειες της εγκατάστασης των μυδοκαλλιεργειών, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, και τις επιπτώσεις από αντίστοιχες εγκαταστάσεις σε Θεσσαλονίκη και Πιερία.
Κάνοντας μια ιστορική αναδρομή, ο πρόεδρος του Δικτύου Δέλτα Πηνειού, Νίκος Νάτσης, αναφέρθηκε στην απόφαση για την εγκατάσταση μυδοκαλλιέργειας στην περιοχή του Δέλτα Πηνειού, η οποία προέκυψε έπειτα από απόφαση του ΣτΕ. Ιδιαίτερα στάθηκε στον αρνητικό αντίκτυπο που θα έχει αυτή η εξέλιξη για την ευρύτερη περιοχή.
Εκπροσωπώντας την Περιφέρεια Θεσσαλίας, ο θεματικός αντιπεριφερειάρχης Κοινωνικής Πολιτικής και Οικογένειας, Χρήστος Γκουρομπίνος, δήλωσε ότι «η κοινωνία της περιοχής είναι ξεκάθαρα αντίθετη στην εγκατάσταση τέτοιου είδους υδατοκαλλιεργειών», ενώ εξέφρασε τη συμπαράσταση της διοίκησης της περιφέρειας στον αγώνα των κατοίκων.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η δήλωση του Νίκου Ρήγα, προέδρου του Εξωραϊστικού Συλλόγου Καστρί Λουτρό, ο οποίος υποστήριξε ότι «στόχος της περιοχής είναι η βιώσιμη ανάπτυξη και η προώθηση του πολιτισμού». Αναφέρθηκε, επίσης, στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και κάλεσε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων να πάρει τις δικές του αποφάσεις, ξεκαθαρίζοντας το τοπίο.
Αναφερόμενος στην ευρύτερη περιοχή του Μακρύγιαλου και τις εκβολές του Αξιού, όπου ήδη καλλιεργείται το μύδι, επεσήμανε ότι «οι μέχρι τώρα δραστηριότητες αυτού του είδους επενδύσεων αντιμετωπίζουν σημαντικά προβλήματα». Γι’ αυτόν τον λόγο, όπως είπε, «οι επενδυτές στρέφονται προς την περιοχή του Δέλτα Πηνειού».
Αναγκαία η συγκέντρωση επιστημονικού υλικού
Στην κεντρική της ομιλία, η Ελίνα Μακρή, εκπρόσωπος της ΑΚΤΑΙΑΣ, του Πανελλήνιου Δικτύου για την Προστασία του Θαλάσσιου Περιβάλλοντος από τις Βιομηχανικές Ιχθυοκαλλιέργειες (σ.σ. aktaia.org, δίκτυο που αποτελείται από ενεργούς πολίτες από 20 κοινότητες και υποστηρίζεται από 54 φορείς από το 90% των περιοχών που σχεδιάζονται οι ΠΟΑΥ), μετέφερε την αγωνία άλλων κατοίκων παράκτιων και νησιωτικών περιοχών της χώρας σχετικά με τις υδατοκαλλιέργειες.
Αναφέρθηκε στον 24πλασιασμό των ζωνών εκτροφής των υδατοκαλλιεργειών, επικεντρώθηκε στην οικονομική κατάσταση του κλάδου, το χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο της χώρας μας σχετικά με τις υδατοκαλλιέργειες, το νομικό καθεστώς της αδειοδότησης και εστίασε σε συγκεκριμένες Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων, που –όπως υποστήριξε– είχαν ελλιπή δεδομένα. Τόνισε, δε, την ανάγκη «της συγκέντρωσης επιστημονικού υλικού σχετικά με τις μυδοκαλλιέργειες» και εξήρε τη σημασία της διαβούλευσης με τους πολίτες και τους φορείς του τόπου πριν από οποιαδήποτε απόφαση της πολιτείας.
Πολλαπλές οι επιπτώσεις από τις εγκαταστάσεις
Σύμφωνα με την κα Μακρή, η επέκταση των ΠΟΑΥ σε 240.000 στρέμματα (από 9.800 σήμερα) αποτελεί 24πλασιασμό των ζωνών εκτροφής, χωρίς τη συναίνεση των τοπικών κοινωνιών, ενώ το 90% των Ελλήνων αγνοεί πλήρως αυτόν τον σχεδιασμό (σ.σ. σύμφωνα με έρευνα της Kappa Research το 2023). «Ολόκληρες περιοχές πρόκειται να αποκλειστούν ολοκληρωτικά ή εν μέρει από κάθε άλλη χρήση ή πρόσβαση. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πόρου, όπου το 25% των ακτών του έχει δεσμευτεί από τις ΠΟΑΥ και ενώ το 80% των εισοδημάτων προέρχεται από τον τουρισμό», τόνισε.
Η περιβαλλοντική επιβάρυνση είναι σοβαρή και πολλές φορές μη αναστρέψιμη. «Τα λιβάδια Ποσειδωνίας, κρίσιμος βιότοπος και φυσικός συλλέκτης διοξειδίου του άνθρακα, με μεγαλύτερη ικανότητα σε σχέση με το τροπικό δάσος του Αμαζονίου, εμφανίζουν αποδεδειγμένη υποβάθμιση έως και 1 χλμ. από μονάδες εκτροφής. Σε περιοχές όπως ο Πόρος και το Ξηρόμερο δεν υπάρχει καμία φυσική ανάκαμψη 20 χρόνια μετά την εγκατάλειψη μονάδων. Το 20% των ιχθυοκαλλιεργειών παραμένει εγκαταλειμμένο, χωρίς καμία ανάληψη ευθύνης από αυτούς που εγκατέλειψαν. Πρόκειται για μια βιομηχανία που βασίζεται σε ένα διατροφικό παράδοξο – χρειάζονται 1,25 έως 3,93 κιλά άγριου ψαριού για να παραχθεί 1 κιλό εκτρεφόμενου λαβρακιού ή τσιπούρας. Η Ελλάδα εισάγει σχεδόν 100.000 τόνους ιχθυάλευρων ετησίως, που ισοδυναμούν με την εξάντληση μισού εκατομμυρίου τόνων άγριων ψαριών», επεσήμανε.
Κλείνοντας την ομιλία της, η κα Μακρή αναφέρθηκε και σε οικονομικά στοιχεία των επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο κλάδο. Σύμφωνα με την ίδια, «διαχρονικά οι επιχειρήσεις αυτές έχουν δείξει ότι το μοντέλο δεν είναι βιώσιμο, καθώς έντεχνα αποκρύπτεται το πρόβλημα, χωρίς να προσμετρώνται οι εισροές τροφών και φαρμάκων, οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό το ισοζύγιο».
Με την ολοκλήρωση της κεντρικής ομιλίας, τον λόγο έλαβαν διάφοροι εκπρόσωποι, αλλά και απλοί πολίτες, οι οποίοι εξέφρασαν τους προβληματισμούς τους. Μεταξύ αυτών, ήταν και ο Γιώργος Εμμανουήλ, στέλεχος της Γενικής Διεύθυνσης Περιφερειακής Πολιτικής (DG REGIO) της Κομισιόν, ο οποίος τόνισε την ευθύνη των επιχειρήσεων υδατοκαλλιέργειας στην τήρηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων, επισημαίνοντας τα σημαντικά προβλήματα που προκαλούνται στο περιβάλλον.