AITOLOAKARNANIANEWS.GR
Eλληνοτουρκικα

Τα μυστικά της Λατιφέ Χανούμ [Α΄ Μέρος]

[ad_1]

Η ίδρυση της Τουρκίας και τα μυστικά της 

Ι. Βιδάκης, Δ. Γεωργαντάς, Γ. Μπάλτος[1]

O Μουσταφά Κεμάλ δήλωσε στους καλεσμένους του πριν την γαμήλια τελετή: «αν ήμουν ακόμη νέος, η τελετή αυτή φυσικά θα ήταν διαφορετική. Θα είχα βάλει τη Λατιφέ Χανούμ πάνω σε ένα άλογο και θα την απήγαγα καλπάζοντας, όμως καταλαβαίνω ότι είμαι πολύ μεγάλος για κάτι τέτοιο» (Τσαλισλάρ 2014, σελ. 64).

Ο Σεβκέτ Σουρεγιά θεωρεί ότι και οι δύο [Μουσταφά Κεμάλ και Λατιφέ Χανούμ] παντρεύτηκαν για λόγους που δεν είχαν σχέση με τον έρωτα :  «Όταν ο Μουσταφά Κεμάλ ήρθε στην Άγκυρα ως ηγέτης ενός κράτους, ήταν ένας εργένης χωρίς πείρα στις γυναίκες και στα ερωτικά, ενώ ήταν μόλις σαράντα δύο ετών» (Τσαλισλάρ 2014, σελ. 144).

Εικόνα 1: Φωτογραφία πορτρέτου της Λατιφέ Χανούμ, [Latife Hanım, Latife Uşşaki]  (First Lady of Turkey), 1923

Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Latife_U%C5%9Faki

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η Τουρκάλα δημοσιογράφος και συγγραφέας Ιπέκ Τσαλισλάρ παραθέτοντας μαρτυρίες, πηγές και ντοκουμέντα, εξιστορεί την ζωή της Λατιφέ, καθώς και τη συζυγική της σχέση 2,5 ετών στην διεργασία διαμόρφωσης νέων θεσμών στην παραδοσιακή, «ανατολίζουσα» Τουρκία, καταγράφοντας (ενδεικτικά όμως) και τις αντιφάσεις του ίδιου του Κεμάλ αλλά και του στρατιωτικού και φιλικού του περιβάλλοντος, που άκουγε έκπληκτο τη Λατιφέ να τον προσφωνεί με το μικρό του όνομα, αντί του καθιερωμένου «Κύριέ μου – Εφέντη μου»!

Η χωρισμένη Λατιφέ έζησε επί μισό αιώνα στο περιθώριο, εισπράττοντας τη στερεότυπη κατηγορία ότι ήθελε να επιβάλλεται στον μεγάλο αρχηγό και ότι δεν δίσταζε να αντιμιλά σε μια μεγαλοφυΐα : «Όλοι μιλούσαν αρνητικά για αυτήν σαν να επρόκειτο για συμφορά που είχε βρει τον Μουσταφά Κεμάλ» σημειώνει η συγγραφέας, αλλά τονίζει πως ο ξένος Τύπος δεν συμμεριζόταν τα απαξιωτικά σχόλια. Αντιθέτως, την θεωρούσε ικανή ακόμη και να τον αναπληρώσει. Η γυναίκα που κατέκτησε τον κατακτητή πέθανε από καρκίνο στις 12 Ιουλίου του 1975 στην Κωνσταντινούπολη έχοντας στο στήθος της μια καρφίτσα με την φωτογραφία του αγαπημένου της. Παρόλη την επιμονή διαφόρων, δεν αφηγήθηκε την ζωή της με τον Μουσταφά Κεμάλ. Αυτό και μόνο φέρεται να σηματοδοτεί συγκεκριμένα ζητήματα για τον ιδρυτή της γειτονικής χώρας. Οι αναμνήσεις της Λατιφέ Χανούμ και τα πολύτιμα έγγραφα που διατηρούσε βρίσκονται στο Ίδρυμα Τουρκικής Ιστορίας [Turk Tarih Kurumu] στην ΚΠολη. 

Στο πλαίσιο της επετείου των 100 ετών από την ανακήρυξη της Τουρκικής δημοκρατίας [29 Οκτωβρίου 1923], επιλέξαμε να αναδείξουμε μεταξύ άλλων κειμένων, μια διαφορετική βιογραφία του ιδρυτή της, του Μουσταφά Κεμάλ, ερευνώντας τον βίο και τα μυστικά της συζύγου του, της Λατιφέ Χανούμ, μέσω της συνοπτικής παρουσίασης και κριτικής του ομώνυμου βιβλίου της Τσαλισλάρ.

Στα 100 αυτά χρόνια της Τουρκικής δημοκρατίας παρατηρούμε: 1923-1946 μονοκομματικό καθεστώς, [27 έτη, 1923-1950 μονοκομματική κυβέρνηση], 1950-1960 δημοκρατικό καθεστώς, με ανατροπή του το 1960, [πρώτο πραξικόπημα, αποπομπή του πρώτου μη-στρατιωτικού προέδρου της Δημοκρατίας]. Ακολουθεί το 1971 το (δεύτερο) πραξικόπημα του «μνημονίου», με έλεγχο των στρατιωτικών επί των κυβερνήσεων έως το 1974. Στη συνέχεια τρίτο πραξικόπημα το 1980 και «Χούντα Εβρέν» για τρία έτη. Ακολουθούν: 1993 το λεγόμενο «συγκεκαλυμένο πραξικόπημα», 1997 το «μεταμοντέρνο» πραξικόπημα και 2016 απόπειρα πραξικοπήματος.  Από το 1924 μέχρι το 1981, στην Τουρκία είχαν απαγορευτεί ή κλείσει από τις ΕΔ εννέα κόμματα. Από την υιοθέτηση του Συντάγματος του 1982 – δύο χρόνια μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980 – μέχρι σήμερα έχουν απαγορευτεί πάνω από 20 κόμματα. Από το 2018 το πολίτευμα της Τουρκίας άλλαξε από μία de facto ημι-προεδρική Δημοκρατία σε Προεδρική Δημοκρατία.

Εισαγωγικά

Το πρώτο μας κείμενο σ΄ αυτήν την προσπάθεια αναφέρθηκε στην εγκύκλιο/διακήρυξη της Αμάσειας, το αρχικό συλλογικό έγγραφο των Τούρκων εθνικιστών, που εκδόθηκε στις 22 Ιουνίου 1919, από μια ομάδα επαναστατών, πρωτίστως εναντίον της νόμιμης κυβέρνησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη[2].

Το παρόν άρθρο αφορά έμμεσα στον ιδρυτή της τουρκικής δημοκρατίας, τον Μουσταφά Κεμάλ, μετέπειτα [1934] Ατατούρκ. Ειδικότερα αναφέρεται στο βιβλίο της Τουρκάλας δημοσιογράφου και συγγραφέως Τσαλισλάρ για τη Λατιφέ, την επί δυόμιση χρόνια σύζυγό του, καθώς  και ορισμένα βασικά στοιχεία που μπορούν να εξαχθούν απ΄ όσα καταγράφονται, αλλά κυρίως και από αυτά που μάλλον εντέχνως παραλείπονται. Άλλωστε η ίδια η συγγραφέας τονίζει χαρακτηριστικά: «Η Λατιφέ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της βιογραφίας του Μουσταφά Κεμάλ. Όποιος ασχοληθεί με τον Ατατούρκ είναι υποχρεωμένος να αναφέρει και τη Λατιφέ» (Τσαλισλάρ 2014, σελ. 143).

Αναλυτικότερα, η Τουρκάλα δημοσιογράφος και συγγραφέας Ιπέκ Τσαλισλάρ [İpek Çalışlar[3]], συνέγραψε βιβλίο με τίτλο: «Latife Hanım», [Λατιφέ Χανούμ], αφιερωμένο στη σύζυγο του Μουσταφά Κεμάλ Πασά. Το βιβλίο εκδόθηκε στην ελληνική, με τίτλο εξωφύλλου: «Η κυρία Ατατούρκ» – [σ.σ. η Λατιφέ ποτέ δεν έλαβε επίσημα το επώνυμο Ατατούρκ]. Το βιβλίο που αφηγείται την ζωή της Λατιφέ, η οποία ήταν παντρεμένη με τον Κεμάλ για μόλις δυόμισι χρόνια, κυκλοφόρησε το 2006[4]. Στο βιβλίο, βασισμένο κυρίως σε έρευνα και στις αναμνήσεις της Βετζιχέ Ιλμέν [Vecihe İlmen], αδερφής της Λατιφέ, αναγράφεται μεταξύ άλλων, ότι τη νύχτα της 1ης Απριλίου 1923, κατά την διάρκεια ένοπλης επιδρομής στην έπαυλη Τσάνκαγια (Çankaya) από τον Τοπάλ Οσμάν [Topal Osman], ο Κεμάλ διέφυγε φορώντας το τσαντόρ της Λατιφέ. Η καταγραφή αυτή, δηλαδή  ότι  δραπέτευσε με αυτόν τον τρόπο από την έπαυλη, θεωρήθηκε ως «έγκλημα» από την τουρκική εισαγγελία. Κατατέθηκε μήνυση κατά της Ιπέκ Τσαλισλάρ και του Necdet Tatlıcan, αρχισυντάκτη της εφημερίδας Hürriyet, που της έλαβε συνέντευξη, ζητώντας ποινή φυλάκισης 4,5 ετών. Τελικά η συγγραφέας αθωώθηκε από την κατηγορία ότι «προσέβαλε τη μνήμη του Ατατούρκ μέσω του Τύπου».

Η Τσαλισλάρ βασίζεται στην έρευνά της για να συνθέσει μια εικόνα, ένα πορτρέτο της Λατιφέ, η οποία καταγόταν από την πλούσια εμπορική οικογένεια των Ουσακίζαντε [Usakizades] από τη Σμύρνη και θεωρούνταν ως μία από τις πλουσιότερες γυναίκες στην χώρα. Η Σμυρνιά λοιπόν Λατιφέ, φοίτησε στην Ευρώπη, σπούδασε νομικά στη Σορβόννη, υπήρξε μια γυναίκα με υψηλή μόρφωση που μιλούσε πολλές γλώσσες, ντυνόταν µε ευρωπαϊκά ρούχα και εμφανιζόταν δίχως φερετζέ, συχνά δε µε παντελόνι ιππασίας, αποτελώντας εκείνη την εποχή το πρότυπο πολλών γυναικών, αλλά και προκαλώντας το υφιστάμενο συντηρητικό πλαίσιο της τουρκικής κοινωνίας. Θαρραλέα, εύγλωττη και με ισχυρή θέληση, ήταν μια εξαιρετική γυναίκα και φέρεται να επηρέασε σε πολλά θέματα τον Κεμάλ, υποστηρίζοντας μεταξύ άλλων το εκλογικό δικαίωμα των γυναικών και τον εκσυγχρονισμό του δικαίου στο ζήτημα του διαζυγίου.

Η μορφωμένη αυτή υπέρμαχος των δικαιωμάτων των γυναικών υπήρξε η μοναδική σύζυγος του Μουσταφά Κεµάλ, ιδρυτή του κράτους της Τουρκίας. Ωστόσο για μισό αιώνα επικράτησε σιωπή σχετικά µε τη σύζυγό του, την γυναίκα που έλαβε τόσες φορές τον λόγο στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας και σημάδεψε µε την προσωπικότητά της έναν από τους ηγέτες του 20ού αιώνα. Η Λατιφέ ακολούθησε «μοναχικό δρόμο» μετά τον χωρισμό της. Μετά το διαζύγιο δεν είπε λέξη για τον Κεμάλ δημοσίως και δεν ανέφερε τους λόγους του διαζυγίου.  Έζησε επί μισό αιώνα [1925-1975] στο περιθώριο, εισπράττοντας τη στερεότυπη κατηγορία ότι ήθελε να επιβάλλεται στον «μεγάλο αρχηγό», ότι δεν δίσταζε να αντιμιλά σε μια μεγαλοφυΐα: «Όλοι μιλούσαν αρνητικά γι΄ αυτήν σαν να επρόκειτο για μια συμφορά που είχε βρει τον Ατατούρκ» σημειώνει η συγγραφέας, αλλά τονίζει πως ο ξένος Τύπος δεν συμμεριζόταν τα απαξιωτικά αυτά σχόλια. Αντιθέτως, την θεωρούσε ικανή ακόμη και να τον αναπληρώσει (σελ. 103). Η Λατιφέ θεωρήθηκε μοναδικά υπεύθυνη για την αποτυχία του γάμου της και πέρασε στα ιστορικά βιβλία ως μια «υποσημείωση».

Η Τσαλισλάρ διερεύνησε την ιστορία αυτής της αινιγματικής γυναίκας, µε σκοπό να ξαναβρεί την αληθινή ταυτότητα αυτής της λησμονημένης, της περιθωριοποιημένης και περιφρονημένης προσωπικότητας. Το αποτέλεσμα είναι ένα εντυπωσιακά αποκαλυπτικό αν και όχι ολοκληρωτικό, πορτρέτο της ίδιας της Τουρκίας, σε µια δραματική και μεταβατική εποχή. Η συγγραφέας εμφανίζει επίσης αντιφάσεις στην προσωπικότητα του Μουσταφά Κεμάλ: πρόβαλε την γυναίκα του ως πρότυπο για τις σύγχρονες Τουρκάλες, αλλά την χώρισε σαφώς, σύμφωνα με τον ισλαμικό νόμο. Έτσι, ο Κεμάλ της Τσαλισλάρ δείχνει μια ανθρώπινη πλευρά: είναι ένας άντρας που δεν ενδιαφέρεται για την υγεία του, που κάνει στη Λατιφέ μια ποιητική πρόταση γάμου, που ζητά από την γυναίκα του να απαγγείλει ποιήματα, να παίξει Τσαϊκόφσκι στα δείπνα. Ακόμα και μετά το διαζύγιο συνέχισε να της στέλνει τριαντάφυλλα. Από την άλλη πλευρά, είχε ξεκάθαρα αυταρχικά χαρακτηριστικά – αλλά αυτά χαρακτηρίζουν και τη Λατιφέ …

Μετά την ανάγνωση του πορτρέτου, γίνεται ξεκάθαρο το εξής: χωρίς τη Λατιφέ στο πλευρό του Κεμάλ, τα πρώτα χρόνια της δημοκρατίας, ειδικά όσον αφορά στην χειραφέτηση και την πρόοδο στα δικαιώματα των γυναικών, αυτά θα είχαν διαφορετική πορεία. Ακόμη κι αν η εξερεύνηση της Τσαλισλάρ φαίνεται να κατευθύνεται σε πολλές λεπτομέρειες, (παραλείποντας όμως συγκεκριμένα ουσιαστικά ζητήματα), διανθιζόμενη με συναισθήματα, έθιμα και «ρηχό» ρομαντισμό, το βιβλίο της αποτελεί μια σημαντική συμβολή σε μια ρεαλιστική εικόνα της Λατιφέ και των αρχικών χρόνων της «Δημοκρατίας», υπό τον Κεμάλ. Η συγγραφέας όχι μόνο περιγράφει το πολιτικό έργο της Λατιφέ στο πλευρό του Κεμάλ, αλλά διερευνά και το ερώτημα γιατί η Λατιφέ κακολογήθηκε δημόσια. Ένας λόγος για τη συκοφαντική αυτή εκστρατεία είναι πιθανότατα ο φθόνος, καθώς και μια διαμάχη για την εξουσία μεταξύ της πολυτάλαντης συζύγου Λατιφέ και άλλων πολιτικών που περιέβαλαν τον Κεμάλ στην Άγκυρα: η Λατιφέ γνώριζε πολλά, είχε ικανότητες, ήταν η έμπιστη του Κεμάλ και ο πολιτικός του σύντροφος.

Μέχρι την δημοσίευση του βιβλίου, η Λατιφέ θεωρούνταν ως η επαναστατική, λογομάχος (καβγατζού) γυναίκα, την οποία χώρισε σύντομα ο Μουσταφά Κεμάλ. Δυσαρεστημένη με αυτήν την εικόνα, η δημοσιογράφος Τσαλισλάρ  συμμετείχε σε πολύμηνη και σχολαστική έρευνα για να παρουσιάσει ένα πιο «αντικειμενικό πορτρέτο» της Λατιφέ. Αυτό το βιβλίο, που είχε στόχο να διορθώσει την εικόνα της Λατιφέ, προκάλεσε αίσθηση όταν εκδόθηκε στην Τουρκία το 2006. Όχι μόνο έγινε «μπεστ σέλερ», αλλά οδήγησε και σε μήνυση κατά της συγγραφέως.

Μετά από μια περίοδο ειδυλλιακών σχέσεων, με τη σύζυγο του Κεμάλ να μάχεται υπέρ της γυναικείας χειραφέτησης, να εκφράζει γνώμη για τις πολιτικές επιλογές και να απαιτεί σεβασμό της οικιακής ηρεμίας, η κρίση στο γάμο δεν άργησε – ειδικά μετά την αυτοκτονία της πρώτης συντρόφου του Κεμάλ, της άτυχης, αλλά κοινωνικά δικαιωμένης Φικριγιέ[5], στο προαύλιο του σπιτιού του προεδρικού ζεύγους στην Άγκυρα. Η ίδια η δημοσιογράφος ισχυρίζεται ότι ο Κεμάλ απλά, «μπορούσε να διώξει» την Φικριγιέ (σελ. 46), πριν νυμφευθεί την πλούσια Λατιφέ, πιστεύοντας μάλλον σ΄ ένα ‘’μονογαμικό Ισλάμ’’ !

Στην Τουρκία η Λατιφέ συνεχίζει να προκαλεί πολλές εικασίες και συζητήσεις. Στην 30ή επέτειο του θανάτου της Λατιφέ [2005], μόλις ένα έτος πριν την έκδοση αυτού του βιβλίου, ξέσπασε μια έντονη συζήτηση για τα προσωπικά της έγγραφα στο αρχείο της Τουρκικής Ιστορικής Εταιρείας. Τι περιέχουν αυτά τα έγγραφα; Θα μπορούσαν να φωτίσουν (σύμφωνα με την δημοσιογράφο Τσαλισλάρ), τον μεγάλο πολιτικό, την Λατιφέ και τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας;[6] – [σ.σ. μάλλον θα τον  αμαυρώνουν, γι΄ αυτό παραμένουν απόρρητα ;]

Η βιογράφος της Λατιφέ υπογραμμίζει ότι η αυταρχική προσωπικότητα του ιδρυτή της νέας Τουρκίας δεν ήταν δυνατόν να ανεχθεί τους συμβατικούς όρους μιας συζύγου, αν και η συχνή αιτία των εντάσεων υπήρξε ο αλκοολισμός του. Η συγγραφέας γράφει πως ο Κεμάλ δεν άντεχε τις απαγορεύσεις της Λατιφέ, που έφθαναν μέχρι του σημείου να κλειδώνει τα ποτά σε άγνωστα μέρη του σπιτιού, στερώντας του την ύψιστη απόλαυση να πίνει με φίλους μέχρι πρωίας! Τελικά οι συνεχείς διενέξεις έφθασαν τον μεγάλο αυτόν «μεταρρυθμιστή», να ανακοινώσει το διαζύγιό του με τον παραδοσιακό τρόπο που θα ήθελε να αλλάξει, (φυσικά για τους άλλους), δηλαδή με μια μονομερή κυβερνητική ανακοίνωση χωρίς να επικαλείται σοβαρό λόγο, εκμεταλλευόμενος τη μεταβατική περίοδο εφαρμογής του νέου νόμου, που προέβλεπε στο εξής την δικαστική λύση του γάμου. Σημειωτέον ότι το ζευγάρι δεν είχε παιδιά, λόγω μιας πάθησης του Κεμάλ (σελ. 153), με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για μια νέα γυναίκα προερχόμενη από πολύτεκνη οικογένεια. Η ίδια η πάθηση του Κεμάλ αποκρύπτεται συνολικά. 

Το βιβλίο στην ελληνική του μετάφραση, συνολικά 326 σελίδων, εκτός από τον ΠΡΟΛΟΓΟ, περιλαμβάνει 24 κεφάλαια, ένα εύχρηστο γλωσσάριο και την απαραίτητη βιβλιογραφία. Στον «Πρόλογο» η Ιπέκ Τσαλισλάρ αιτιολογεί το ενδιαφέρον της για την πρωταγωνίστρια του βιβλίου της, τη Λατιφέ Χανούμ: επί δύο έτη μελέτησε αρχεία, αν και η ίδια η Λατιφέ είχε ορίσει να μη μιλήσει για την ίδια κανένας ακόμη και από τους δεύτερης γενιάς συγγενείς της (σελ. 12). 

Λατιφέ Χανούμ

Η Λατιφέ Χανούμ ή Λατιφέ Ουσσακί [Latife Hanım ή Latife Uşşaki, 17/06/1898, Σμύρνη, επαρχία Αϊδινίου, Οθωμανική Αυτοκρατορία – 12/07/1975, (77 ετών) Κωνσταντινούπολη], ήταν η σύζυγος (από 29/1/1923 έως 5/8/1925, ήτοι για δυόμισι χρόνια), του Μουσταφά Κεμάλ [σ.σ. Ατατούρκ μετά το 1934],[7] ιδρυτή και Προέδρου της Τουρκικής Δημοκρατίας. Ο γάμος της με τον Κεμάλ και το τέλος αυτού του γάμου αποτελεί ένα σημαντικό και δημοφιλές θέμα στην ιστορία της Δημοκρατίας της Τουρκίας.

Εικόνα 2: Αρχοντικό Uşaklıgil, Basmane [Sadık Bey Hotel]

Πηγή: https://kulturenvanteri.com/tr/yer/usakligil-kosku-basmane/#17.5/38.421822/27.143194

Η πατρική οικογένεια της Λατιφέ ονομαζόταν Ουσακλιγκίλ, «Uşaklıgil» και ήταν μια από τις γνωστές οικογένειες της Σμύρνης, με συγγένεια με τον συγγραφέα Χαλίτ Ζιγιά Ουσακλιγκίλ [Hâlit Ziyâ Uşaklıgil]. Η οικογένεια που καταγόταν από το Ουσάκ [Uşak, 200 χλμ. ανατολικά της Σμύρνης], ήταν αρχικά γνωστή ως “Helvacızâde”, [προγονικό επάγγελμα η κατασκευή χαλβά] και στη συνέχεια ως “Uşakızâde”, [αφού μετακινήθηκε στη Σμύρνη, αρχίζοντας να εμπορεύεται χαλιά της Ανατολίας]. Η Λατιφέ ήταν το πρώτο παιδί του Μουαμμέρ Μπέη Ουσακίζαντε [Uşakızâde Muammer Bey,[8] μοναχοπαίδι του Σαντίκ Μπέη και της Μακμπουλέ Χανούμ] και της  Αντεβιγέ Χανούμ [Adeviye Hanım]. H μητέρα της Λατιφέ ήταν κόρη του Daniş Bey, [ενός από τους Sadullah Efendizades] και της Χαβά Ρεφικά Χανούμ, μιας επιφανούς και εύπορης οικογένειας της Σμύρνης. Η Λατιφέ απέκτησε εννέα αδέλφια εκ των οποίων επέζησαν πέντε: ο Ισμαήλ [İsmail, 1902-1973], ο Ομέρ [Ömer, 1903-1938], η Βετζιχέ [Vecihe, 1907-1992], η Ρουκιγέ [Rukiye, 1908-1970] και ο Μουντζί, [Münci, 1910-1932].

Εικόνα 3: Το Αρχοντικό Uşakizade [κτίστηκε από τον Sadık Bey, 1860, Σμύρνη, Göztepe]

Πηγή: https://whoisataturk.com/g/icerik/Izmir—Usakizade-Mansion/1441

Ο πατέρας της ήταν πλούσιος, δυτικότροπος και μεγάλωσε τα παιδιά του στο ευρωπαϊκό περιβάλλον της κοσμοπολίτικης Σμύρνης των αρχών του 20ού αιώνα, δίνοντάς τους ευρωπαϊκή μόρφωση. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, «η οικογένεια Ουσακίζαντε είχε δυτικό προσανατολισμό, ωστόσο σεβόταν τις αξίες της Ανατολής και τις ενσωμάτωνε στο τρόπο ζωής της», (σελ. 24), αν και αυτό δεν φαίνεται να ίσχυε για τη Λατιφέ. Η Λατιφέ ολοκλήρωσε το δημοτικό σχολείο στη «λευκή/γυάλινη έπαυλη» – [«glass mansion»], στον κήπο του αρχοντικού Ουσακίζαντε/Uşakizade, με ιδιωτικούς δασκάλους. Σε ηλικία 14 ετών η Λατιφέ μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοίτησε στο «Αμερικανικό Κολλέγιο Κοριτσιών Arnavutköy Κωνσταντινούπολης», [Istanbul Arnavutköy American College][9], μαθαίνει αραβικά από τον Χαλίτ Ζιγιά, τουρκικά και περσικά από τον Τεβφίκ Φικρέτ και κάνει επί τρία χρόνια μαθήματα πιάνου από την Anna Maria Gresser Rilke.  Αργότερα σπούδασε πολιτικά και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης και γλώσσα στο Λονδίνο ή νομικά σε Παρίσι και Λονδίνο. Η Λατιφέ Χανούμ έδωσε μια συναυλία στο Παρίσι κατά την διάρκεια της πανεπιστημιακής της εκπαίδευσης στην Γαλλία. Η Λατιφέ μαθαίνει και αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και ελληνικά (σελ. 82 & https://whoisataturk.com/g/icerik/Izmir—Usakizade-Mansion/1441). Σύμφωνα με άλλη πηγή μιλούσε αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά και γερμανικά [Vikipedi]. Η Λατιφέ μαθαίνει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και λατινικά, αλλά και αραβικά, τουρκικά και περσικά (σελ. 25 και 26), «… μιλά πολύ καλά γαλλικά, αγγλικά,  και γερμανικά» (σελ. 66), «εκτός από τα τουρκικά μιλά αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά» (σελ. 199, 200), «μιλά οκτώ γλώσσες» (οπισθόφυλλο) – [σ.σ. μείναμε τελικά στην πολύγλωσση Λατιφέ …]. 

Εικόνα 4: Αρχοντικό Μνημείο Latife Hanım, Karşıyaka, Σμύρνη

Latife Hanım Avenue, Nu: 32 Karşıyaka, Σμύρνη

Πηγή: http://www.izmirguide.com/en/detail/2364/latife-hanim-mansion-memorial-house

Η οικογένεια της φέρεται να εγκατέλειψε τη Σμύρνη το φθινόπωρο του 1919 [η Λατιφέ ήταν 21 ετών και υποτίθεται μέλος μυστικής οργάνωσης εναντίον των Ελλήνων – η Τσαλισλάρ δεν την προσδιορίζει]. Μεσολάβησε ο οικογενειακός φίλος Γάλλος πρόξενος [η Τσαλισλάρ παραδόξως δεν τον κατονομάζει] και διέφυγαν με άμαξα «κρυφά από τους φρουρούς της έπαυλης». Στη συνέχεια αφού πέρασαν από τον έλεγχο διαβατηρίων, με γαλλικό πλοίο έφθασαν στη Μασσαλία, εκτός της μητέρας του πατέρα της Λατιφέ, της Μακμπουλέ Χανούμ. Μάλιστα η συγγραφέας σημειώνει για την εν λόγω περίοδο [σ.σ. μάλλον πρώιμα], ότι η αντίσταση εξαπλώνεται και όλοι δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη στον Κεμάλ Πασά … (σελ. 16,17). 

Η Λατιφέ στάλθηκε πρώτα στο Tudor Hall School, στο Τσίσλχερστ, λίγο έξω από το Λονδίνο για σπουδές και στη συνέχεια στη Σορβόννη, στο Παρίσι. Η συγγραφέας μας πληροφορεί (σελ. 27), ότι η Λατιφέ στα νιάτα της είχε ερωτικές σχέσεις και μάλιστα στα χρόνια (;) που έμεινε στην Αγγλία, υπήρχε ένας ξανθός – γαλανομάτης – δούκας [!] ο οποίος της άρεσε, αλλά ο νεαρός πήγε στον πόλεμο και δεν επέστρεψε – [σ.σ. άγνωστο το πως συμβιβάζονται αυτές οι πληροφορίες με τα γεγονότα και τις χρονολογίες (!)]

Η Λατιφέ έζησε στο εξωτερικό λίγα χρόνια (σπουδές, λόγοι υγείας) και μετά τον χωρισμό της στη Σμύρνη και στην Κωνσταντινούπολη (τις κοσμοπολίτικες πόλεις της Τουρκίας), μέχρι τον θάνατό της. Δεν συμφώνησε ποτέ να μιλήσει δημόσια, ή να γράψει για τον γάμο και τον σύζυγό της. Προς την ίδια κατεύθυνση έκανε και διαθήκη στους συγγενείς της, δεύτερης γενεάς. Γνωρίζοντας ότι έπασχε από καρκίνο του μαστού, η Λατιφέ πιστεύεται ότι κατέστρεψε πολλές ιδιωτικές επιστολές και έγγραφα πριν από τον θάνατό της (σελ. 297). … Πέθανε στις 12 Ιουλίου 1975 στην Κωνσταντινούπολη, σε ηλικία 77 ετών. Κοντά της ήταν η έμπιστή της Ελληνίδα Καλλιόπη, την οποία όρκισε στον Ιησού Χριστό (!) να μην αποκαλύψει σε κανέναν τα γράμματα – ντοκουμέντα του χωρισμού της (σελ. 296). Τάφηκε στο οικογενειακό νεκροταφείο στο Εντιρνεκάπι/ Edirnekapı, “Πύλη της Αδριανούπολης”, (η αρχαία Πύλη του Χαρισίου), που οδηγούσε στην Αδριανούπολη, στην Θράκη. Το επίθετο  “Uşşakî” είναι γραμμένο στην ταφόπλακα της Λατιφέ Χανούμ. Η Λατιφέ υιοθέτησε αυτό το επώνυμο και το χρησιμοποίησε ως “Uşşaki” σε μερικά από τα γραπτά της. Ένα διαβατήριο με το όνομα «Fatma Zehra Latife Uşakî» εκδόθηκε από τον Κεμάλ, για να μην ενοχλείται η Λατιφέ στο εξωτερικό. Στον τίτλο ιδιοκτησίας που λήφθηκε κατά την πώληση του αρχοντικού των Ουσακίζαντε, στο Ιδιωτικό Τουρκικό Κολλέγιο της Σμύρνης το 1981, το επώνυμο των πέντε κληρονόμων, συμπεριλαμβανομένης της Λατιφέ, είναι “Uşaklı”. Η πατρική πλευρά του Χαλίτ Ζιγιά, που ανήκει στην ίδια οικογένεια, έλαβε το επώνυμο “Uşaklıgil” [Ουσακλιγκίλ].

Είναι γνωστό ότι η οικογένεια Ουσακίζαντε είχε 70 περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα), που σχεδόν όλα καταστράφηκαν στη Μεγάλη Πυρκαγιά της Σμύρνης το 1922. Σήμερα, υπάρχουν τρία αρχοντικά στη Σμύρνη, που έχουν  απομείνει. Το χειμερινό αρχοντικό, που βρίσκεται απέναντι από τον σιδηροδρομικό σταθμό Basmane και στο οποίο γεννήθηκε η Λατιφέ, είναι 200 ετών. Αυτό το αρχοντικό, που χρήζει αναστήλωσης, εξακολουθεί να είναι ιδιοκτησία της οικογένειας[10]. Η θερινή κατοικία “Uşakizâde Mansion” [Λευκή έπαυλη] στο Γκιόζ-τεπέ [Göztepe],[11] η οποία βρίσκεται στην πανεπιστημιούπολη του ιδιωτικού Τουρκικού Κολλεγίου της Σμύρνης [izmir Özel Türk Koleji], έχει μετατραπεί σε μουσείο από τις 15 Ιουνίου 2001[12]. Ένα δεύτερο αρχοντικό στην θέση Καρσιγιάκα/Karşıyaka, [το Κορδελιό – η παλαιότερη ελληνική ονομασία, παραθαλάσσιος προάστιος δήμος της Σμύρνης, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας, λέγεται και Περαία, ή κοινώς Πέρα Μεριά][13],  ο οποίο ανακαινίστηκε από τον Δήμο Karşıyaka, ονομάστηκε “Latife Hanım Köşkü Memorial House” – (Μνημείο Αρχοντικό Λατιφέ Χανούμ) στις 19 Μαΐου 2008[14].

Επιστροφή της Λατιφέ Χανούμ στη Σμύρνη, 1922

Στις 28 Φεβρουαρίου 1922 η Βρετανία τερματίζει το προτεκτοράτο της στην Αίγυπτο με μονομερή διακήρυξη ανεξαρτησίας και στις 15 Μαρτίου ο Φουάτ Α’ γίνεται βασιλιάς της. Ακολούθως στις 12 Μαρτίου, Αρμενία, Γεωργία και Αζερμπαϊτζάν σχηματίζουν την Ομοσπονδία Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών της Υπερκαυκασίας. Στις 3 Απριλίου ο Ιωσήφ Στάλιν γίνεται ο πρώτος Γενικός Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και στις 16 Απριλίου στο Ραπάλο της Ιταλίας υπογράφηκε η ομώνυμη συνθήκη, μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και της Γερμανικής Δημοκρατίας της Βαϊμάρης μετά τον Α’ ΠΠ.  

Μετά από λιγότερο από τρία έτη η Λατιφέ επέστρεψε στην ελληνική Σμύρνη από τη Μασσαλία την άνοιξη του 1922, καθώς η γιαγιά της Μακμπουλέ Χανούμ αρρώστησε. Το πλοίο σύμφωνα με την συγγραφέα, την έφερε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια έφθασε στη Σμύρνη με πλοίο, μεταφέροντας στους εκεί αντιστασιακούς κάποια έγγραφα που της παρέδωσαν στην Κωνσταντινούπολη, [σ.σ. άλλη μία συναισθηματική αφήγηση ηρωισμού]. Στον δρόμο για την γιαγιά της, άγνωστο πώς, η Λατιφέ συνάντησε για πρώτη φορά τον Κεμάλ με τη μητέρα του Ζουμπεϊντέ Χανούμ [Zübeyde Hanım], στο Ανταπαζαρί, [Adapazarı, παλαιότερα γνωστό ως Αγρίλιο/Αγρίλιον, μεσόγεια παραποτάμια πόλη που βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα και αποτελεί πρωτεύουσα της επαρχίας Σαγγάριου, στην γενικότερη περιφέρεια του Μαρμαρά, κοντά στη Νικομήδεια, βλ. Χάρτη 2], στις 17 Ιουνίου 1922 (σελ. 19) … Ενώ συνεχιζόταν ο πόλεμος, ο Κεμάλ σχεδίασε να μεταφέρει τη μητέρα του, της οποίας η υγεία είχε επιδεινωθεί περαιτέρω και είχε μερική παράλυση, στην Άγκυρα. Τελικά υλοποίησε το σχέδιό του και έφερε τη μητέρα και την αδελφή του Μακμπουλέ Χανούμ [Makbule Hanım] από την Πόλη, αρχικά στη Νικομήδεια [Izmit], όπου συναντήθηκε και με τον φιλότουρκο Γάλλο αξιωματικό του Ναυτικού Claude Farrere, στις 18 Ιουνίου 1922[15], [βλ. αναλυτικότερα:

https://ataturkansiklopedisi.gov.tr/bilgi/makbule-atadan-1885-1956/]. 

Με αφορμή αυτό το περιστατικό τονίζονται τα ακόλουθα σημαντικά σημεία:

α.  έλαβε χώρα μετά την υπογραφή, της προδοτικής για την Ελλάδα, Συμφωνίας/Συνθήκης της Άγκυρας, [Συμφωνία Φραγκλέν Μπουϊγιόν], που συνομολογήθηκε μεταξύ της Γαλλίας και της επαναστατικής κυβέρνησης της Άγκυρας (του Μουσταφά Κεμάλ), στις 20 Οκτωβρίου του 1921,

β.  ο Κεμάλ εν καιρώ πολέμου, επισκέφθηκε ανενόχλητος τη Νικομήδεια στις 18 Ιουνίου 1922, όπου είχαν  μετακινηθεί από την Κωνσταντινούπολη, η μητέρα του Ζουμπεϊντέ Χανούμ και η  αδελφή του Μακμπουλέ Χανούμ, τις οποίες και μετέφερε στη συνέχεια, χωρίς εμπόδια, στο Ανταπαζαρί [Adapazarı] και στην Άγκυρα για ασφάλεια.

γ. ο Κεμάλ, συναντήθηκε ανενόχλητος στη Νικομήδεια στις 18 Ιουνίου 1922 με τον φιλότουρκο Γάλλο αξιωματικό του Ναυτικού Claude Farrere, έφαγαν μαζί μεσημεριανό και συμμετείχαν σε μία συγκέντρωση τσαγιού για 250 άτομα το απόγευμα. Ο Μουσταφά Κεμάλ φορούσε πολιτικό φόρεμα όλη εκείνη την ημέρα που πέρασε με τον Claude Farrère, αλλά το πρωί της Δευτέρας 19 Ιουνίου έβαλε τη στολή του για το ταξίδι με το τρένο στο Ανταπαζαρί από τη Νικομήδεια (βλ. Χάρτη 2), με τον Γάλλο φιλοξενούμενο. Άραγε δόθηκαν συμμαχικές εγγυήσεις στον Κεμάλ γι΄ αυτήν τη συνάντηση;

δ. οι ελληνικές δυνάμεις θα μπορούσαν ενδεχομένως, να αναλάβουν και να απαιτήσουν εγκαίρως από τους Συμμάχους τη σύλληψη των στενών συγγενών του Κεμάλ και των άλλων  αξιωματικών από την Κωνσταντινούπολη, την Ανατ. Θράκη, τη Σμύρνη. Από τους εκατό διοικητές του επαναστατικού πολέμου των Τούρκων [Wikipedia: «List of high-ranking commanders of the Turkish War of Independence»], οι 34 ήταν από την Κωνσταντινούπολη, οι 5 από τη Σμύρνη και οι 24 από τα Βαλκάνια, σύνολο 63 διοικητές, ή περίπου τα 2/3 του συνόλου.[16]

Εικόνα 5: Ο Claude Farrère με τον Μουσταφά Κεμάλ στη Νικομήδεια [19 Ιουνίου 1922]

Πηγή: wikipedia.org

ε. οι ελληνικές δυνάμεις θα μπορούσαν ενδεχομένως, να επιχειρήσουν ενωρίς στον άξονα Νικομήδεια – Ανταπαζαρί, ώστε να αποκλείσουν, ή τουλάχιστον να ελέγχουν την επικοινωνία Κωνσταντινούπολης – Άγκυρας.

στ. μονάδες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού θα μπορούσαν να βρίσκονται σε απόσταση βολής σε Νικομήδεια, Πάνορμο Κυζίκου [Μπαντίρμα, Bandırma] και αλλού, για επίδειξη σημαίας αλλά και για να επιχειρήσουν, εφόσον ήθελε απαιτηθεί.[17]

Χάρτης 1: Προέλαση Ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία (1919-1922)

Πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Greco-Turkish_War_%281919%E2%80%931922%29#/media/File:Greco_Turkish_War_1919-1922.svg

Στις 17 Ιουνίου 1922 σύμφωνα με την Τσαλισλάρ (σελ. 20,21), η Λατιφέ έφθασε στη Σμύρνη – ήταν 23 ετών και μάλιστα φερόμενη με θράσος απέναντι στους Έλληνες, που την είχαν υποψιαστεί ως κατάσκοπο και την φυλάκισαν, αλλά την τρίτη ημέρα αναγκάστηκαν να την απελευθερώσουν, άγνωστο τι ακριβώς φοβούμενοι αλλά και άγνωστο το πώς τα απόρρητα κρυμμένα έγγραφά της παραδόθηκαν στους αντιστασιακούς της Σμύρνης … [σ.σ. παρατηρούνται πολλές αντιφάσεις για το ταξίδι αυτό και τη συνάντηση με τον Κεμάλ].

Χάρτης 2: Ανάπτυξη των Οθωμανικών σιδηροδρόμων την παραμονή του Α΄ ΠΠ

Πηγή: http://www.trainsofturkey.com/pmwiki.php/History/History

Η Λατιφέ επέστρεψε λοιπόν στην οικογενειακή έπαυλη και άρχισε να περιμένει την ημέρα που θα καταλαμβανόταν η Σμύρνη από τους Τούρκους. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1922, μετά την είσοδο του τουρκικού στρατού στη Σμύρνη, το επιτελείο του Κεμάλ αναζητούσε ασφαλές στρατηγείο και τον μετέφεραν στην θερινή έπαυλη της οικογένειας Ουσακίζαντε στο Γκιόζ-τεπέ [Göztepe]. Ο Ατατούρκ, μαζί με τον Στρατάρχη Fevzi Çakmak, τον İsmet İnönü, τον Asım Gündüz και άλλους διοικητές, μπήκαν στη Σμύρνη την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 1922 και μετέβησαν στο Κυβερνητικό Μέγαρο της Σμύρνης. Σύμφωνα με άλλο σενάριο ο Κεμάλ πέρασε την πρώτη του νύχτα στη Σμύρνη στην έπαυλη İplikçizade [Αρχοντικό Αλλατίνι – Alatini Köşkü][18] – στην παραλία της Karşıyaka, [όπου φιλοξενήθηκε ο Έλληνας Γενικός Κυβερνήτης της Σμύρνης Στεργιάδης και ο Έλληνας βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’, όταν επισκέφτηκε τη Σμύρνη στις 12 Ιουνίου 1921 – αργότερα χρησίμευσε ως ξενώνας και στέγαση νηπιαγωγείου και κατεδαφίστηκε το 1976], αλλά εκείνο το αρχοντικό βρισκόταν στην εμβέλεια των κανονιοφόρων. Τα σπίτια στην πλαγιά του λόφου, πρόσφεραν μια πιο ασφαλή απόσταση, αλλά τα καλύτερα ανήκαν σε Άγγλους. Έτσι ο βοηθός του Σαλίχ Μποζόκ [Salih Bozok], ο οποίος ήρθε στη Σμύρνη στις 10 Σεπτεμβρίου 1922, αναζητούσε ένα ασφαλές μέρος για να διαμείνει ο Κεμάλ και έμαθε από τον κηπουρό του αρχοντικού Ουσακίζαντε ότι η Λατιφέ είχε επιστρέψει και την γνώρισε. Ο Μποζόκ ρώτησε τη Λατιφέ εάν ο Κεμάλ μπορούσε να μείνει στην έπαυλη, έλαβε θετική απάντηση και την μετέφερε στον Κεμάλ. Σύμφωνα με τη συγγραφέα στις 11 Σεπτεμβρίου η Λατιφέ επιστέφοντας στο σπίτι της βρήκε τον Κεμάλ να έχει εγκατασταθεί  με φρουρούς εκεί – πρώτη τους συνάντηση – [σ.σ. τελικά συναντήθηκαν για πρώτη φορά στις 17 Ιουνίου ή στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 (;) Ο Κεμάλ ήταν 41 και η Λατιφέ 24 ετών – (σελ. 19 σε αντιπαράθεση με σελ. 21)]. 

Σύμφωνα με άλλη αφήγηση ο Κεμάλ έφθασε στην έπαυλη για πρώτη φορά στις 13 Σεπτεμβρίου 1922 και συνάντησε τη Λατιφέ. Τις πρώτες τέσσερις νύχτες που πέρασε στην πόλη δεν έμεινε στην έπαυλη, άφησε την προηγούμενη θέση του λόγω της μεγάλης πυρκαγιάς της Σμύρνης και ήρθε στην έπαυλη στις 14 Σεπτεμβρίου και έμεινε για δεκαέξι ημέρες στο αρχοντικό που χρησιμοποιούσε ως αρχηγείο του Γενικού Διοικητή. Η Λατιφέ, η οποία έμεινε με την γιαγιά της στην έπαυλη φιλοξένησε τον Μουσταφά Κεμάλ, από τις 14 Σεπτεμβρίου του 1922. Κατά την διάρκεια αυτής της παραμονής, η οποία διήρκεσε για 16 ημέρες και έληξε στις 30 Σεπτεμβρίου 1922, η έπαυλη ήταν το σκηνικό της «συμφωνίας εκεχειρίας των Μουδανιών/Mudanya».

Η Τσαλισλάρ αναγράφει (σελ. 37, 38) ότι ενώ πλήθη ανθρώπων [σ.σ. διάβασε χριστιανών] έτρεχαν να γλιτώσουν από την εμπρηστική φωτιά που ξέσπασε στη Σμύρνη στις 13-9-1922, τα ελλιμενισμένα πλοία των συμμάχων απαντούσαν στις απελπισμένες εκκλήσεις βοήθειας με βραδινές συναυλίες (!) επιβεβαιώνοντας εκτός των άλλων και την αναλγησία των συμμάχων. Την επομένη ημέρα η φωτιά πλησίασε στη συνοικία που κατοικούσε ο Κεμάλ και ο ίδιος επιβιβαζόμενος σε ανοικτό όχημα [σ.σ. σελ. 37, δωρεά κατοίκων της Σμύρνης – πότε πρόλαβαν αλήθεια;] ξεκίνησε για τη Λευκή Έπαυλη των Ουσακίζαντε.

Σημειώνεται ιδιαίτερα ότι το ίδιο βράδυ καθώς η φωτιά μαινόταν, σε ερώτηση του Κεμάλ προς τη Λατιφέ εάν κάηκαν σπίτια της οικογενείας της,  αυτή του απάντησε χαρακτηριστικά: «Πασά μου, ας καούν όλα. Αρκεί που είστε εσείς καλά στην υγεία σας …». Στο ουσιαστικό όμως ερώτημα για το ποιος ευθύνεται για την φωτιά της Σμύρνης, η Τσαλισλάρ δεν απαντά, δεν προβαίνει σε κάποια εκτίμηση, ούτε ενημερώνει ποιες ήταν τελικά οι συνοικίες που κάηκαν.

 [Οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη το πρωί του Σαββάτου (27 Αυγούστου/9 Σεπτεμβρίου), με σχετική τάξη, όμως από το βράδυ της ίδιας ημέρας, Τούρκοι πολίτες αρχικά, και στρατιώτες στη συνέχεια, άρχισαν να διαπράττουν σποραδικές λεηλασίες και φόνους. Την Κυριακή κατέφθασαν νέες δυνάμεις του τουρκικού στρατού, ενώ εντάθηκαν οι σφαγές του ελληνικού και αρμενικού πληθυσμού[19], καθώς και οι λεηλασίες. H εμπρηστική φωτιά που κατέκαψε όλη την πόλη, εκτός από τη μουσουλμανική και την εβραϊκή συνοικία, διήρκεσε από τις 31 Αυγούστου/13 Σεπτεμβρίου έως τις 4/17 Σεπτεμβρίου].

Η γνωριμία λοιπόν της Λατιφέ με τον Κεμάλ έγινε με φόντο τη Μικρασιατική Καταστροφή: την ώρα που ο Ελληνισμός βίωνε τη μεγαλύτερη σύγχρονη τραγωδία του, ένα ειδύλλιο βρισκόταν σε εξέλιξη. Ο Κεμάλ εκτίμησε τα πολύπλευρα προσόντα της γεμάτης αυτοπεποίθηση νεαρής, (δυτική νομική παιδεία, γνώση ξένων γλωσσών, εύπορη, δυτικότροπη, με πίστη στο όραμά του για μια Τουρκία στραμμένη προς τους δυτικούς θεσμούς, θερμή υπέρμαχος των γυναικείων δικαιωμάτων, με αγάπη για τη λογοτεχνία, με χόμπι την ιππασία και τη σκοποβολή) και τα πράγματα πήραν τον δρόμο τους.

Σημειώσεις

[1] Ιωάννης Βιδάκης, [email protected], Δημήτριος Γεωργαντάς, [email protected], Γεώργιος Μπάλτος, [email protected], Αξιωματικοί του Οικονομικού Σώματος του Πολεμικού Ναυτικού ε.α.

[2] Βλ. Ι. Βιδάκης, Δ. Γεωργαντάς, Γ. Μπάλτος, «Η εγκύκλιος της Αμάσειας», ΘΑΛΑΤΤΑ», διαδικτυακό περιοδικό Ναυτικής Ιστορίας, τεύχος 10,  Καλοκαίρι 2023, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΝΑΥΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, σελ. 48-69,   file:///C:/Users/User/Downloads/%CE%98%CE%91%CE%9B%CE%91%CE%A4%CE%A4%CE%91-10-1.pdf

[3] Γεννήθηκε το 1947 στην Κωνσταντινούπολη. Είναι απόφοιτος του Αμερικανικού Γυμνασίου Γυναικών Üsküdar και της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Άγκυρας. Ξεκίνησε την δημοσιογραφία στο TRT. Παντρεύτηκε τον δημοσιογράφο Oral Çalışlar το 1976 και το 1978 γεννήθηκε ο γιος της Reşat. Έπρεπε να φύγει από το TRT κατά την διαδικασία της 12ης Σεπτεμβρίου. Διετέλεσε διευθυντής ειδήσεων του περιοδικού Nokta την δεκαετία του 1980. Έγινε ένας από τους ιδρυτές της εφημερίδας Söz και του περιοδικού Patronsız Sokak .

Έζησε στο Αμβούργο μεταξύ 1990-92. Κατά την διάρκεια αυτής της περιόδου, ερεύνησε την ομοφυλοφιλία, τα δικαιώματα των γυναικών και το Ισλάμ. Όταν επέστρεψε στην Τουρκία, ανέλαβε την θέση του διευθυντή ειδήσεων της εφημερίδας Cumhuriyet. Στη συνέχεια εξέδωσε το περιοδικό Cumhuriyet για δέκα χρόνια.

Το 2003, έγραψε τις παρατηρήσεις της για ταξίδι που έκανε στο Ιράν, τις συνεντεύξεις με Ιρανούς διανοούμενους και την έρευνα για το Ιράν και το 2004 δημοσίευσε το βιβλίο «Ιράν: Μια ανδρική δικτατορία», με τον Oral Çalışlar.

Το 2010 κυκλοφόρησε το έργο της με τίτλο « Η γυναίκα που δεν ταιριάζει στην βιογραφία της: Halide Edib».

[4] Πρώτη έκδοση στην τουρκική γλώσσα από τις εκδόσεις Dogan Kitap το 2006. Το βιβλίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Σαγκριώτη και εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πατάκη, [1η έκδοση Οκτώβριος 2014, 2η έκδοση Δεκέμβριος 2014, σελ. 326]. «Η κυρία Ατατούρκ». Στα αγγλικά είχε εκδοθεί το 2013 με τίτλο: «Madam Atatürk: The First Lady of Modern Turkey», (336 σελίδες). Από αποσπάσματα της αγγλικής μετάφρασης διαπιστώθηκε ότι ορισμένες προτάσεις και φράσεις  έχουν παραλειφθεί εντέχνως, στην ελληνική έκδοση του βιβλίου, [βλ. https://www.amazon.com/Madam-Atat%C3%BCrk-First-Modern-Turkey/dp/086356335X]. Η έκδοση της ελληνικής μετάφρασης πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού της Τουρκίας στο πλαίσιο του προγράμματος TEDA. 

Το πρόγραμμα αυτό παρέχει υλική και οικονομική υποστήριξη για τη μετάφραση και την έκδοση έργων της τουρκικής λογοτεχνίας σε ξένες γλώσσες. Μέχρι σήμερα (2023) έχουν εκδοθεί τίτλοι σε 87 διαφορετικές χώρες , σε 60 διαφορετικές γλώσσες, ενώ έχει προσφέρει υποστήριξη σε 3.626 έργα εκ των οποίων τα 3.049 έχουν γνωρίσει αναγνώστες σε όλο τον κόσμο. Το πρόγραμμα TEDA έχει επίσης προσφέρει την υποστήριξή του σε 21 εκδοτικούς οίκους από την Ελλάδα για τη μετάφραση 72 έργων, ενώ 63 από αυτά τα έργα έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα.

Γενικότερα το TEDA είναι ένα πρόγραμμα επιχορήγησης που αποσκοπεί στην προώθηση της δημοσίευσης τουρκικής λογοτεχνίας καθώς και έργων σχετικά με την τουρκική τέχνη και τον πολιτισμό σε άλλες γλώσσες εκτός της τουρκικής. Υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού της Δημοκρατίας της Τουρκίας. Αποτελεί ένα πρόγραμμα επιδότησης για μετάφραση και έκδοση, παρέχοντας κίνητρα σε εκδότες στο εξωτερικό που επιθυμούν να δημοσιεύσουν τουρκική λογοτεχνία και έργα για την τουρκική τέχνη και τον πολιτισμό σε ξένες γλώσσες.

Το πρόγραμμα  ξεκίνησε το 2005, επιτρέποντας στους ξένους αναγνώστες να έχουν πρόσβαση στην τουρκική λογοτεχνία και αυξάνοντας την προβολή βιβλίων Τούρκων συγγραφέων στην παγκόσμια αγορά βιβλίου. Το πρόγραμμα παρέχει χρηματοδότηση για αιτήσεις που εγκρίνονται από την Επιτροπή TEDA, με στόχο την προώθηση της μεγαλύτερης κυκλοφορίας της τουρκικής λογοτεχνίας παγκοσμίως.

Πηγές: https://teda.ktb.gov.tr/EN-252181/what39s-teda.html, anixneuseis.gr

[5] Η Φικριγέ (Fikriye Hanım, 1887 ή 1897-1924), νέα, όμορφη και διανοούμενη (Τσαλισλάρ 2014, σελ. 145), αλλά όχι πλούσια, ήταν στο πλευρό του Κεμάλ στην Άγκυρα. Συγγενής του από την πλευρά του πατριού του. Είναι γνωστή ως η «πρώτη κυρία του Τσάνκαγια». Υπάρχουν λίγες πληροφορίες, στις οποίες συμφωνούν οι ιστορικοί για την ζωή της. Η οικογένειά της μετανάστευσε αρχικά στην Θεσσαλονίκη και στην Κωνσταντινούπολη μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους Μεγάλωσε με δυτική κουλτούρα και έμαθε γαλλικά και ελληνικά. Έμαθε πιάνο με ιδιαίτερα μαθήματα και λαούτο από τη μητέρα της, Vasfiye Hanım. Ερωτεύτηκε τον Μουσταφά Κεμάλ, τον οποίο θαύμαζε, αλλά η σχέση τους διακόπτονταν συνεχώς λόγω των μεταθέσεών του σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας. Πήγαινε συχνά στο σπίτι στον αριθμό 76 Akaretler, της συνοικίας Beşiktaş, το οποίο μίσθωνε ο Κεμάλ στην Κωνσταντινούπολη το 1912, όπου ζούσαν η μητέρα του Zübeyde Hanım με την αδερφή του Makbule Hanım και τον υιοθετημένο γιό του Abdürrahim και βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Μετά την επιστροφή του Κεμάλ από το συριακό μέτωπο το 1918, πήγαινε συχνά στο σπίτι στο Σισλί που μίσθωνε και βοηθούσε στην διαχείριση του σπιτιού. Μετά την θανατική ποινή που εξέδωσε η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης στις 11 Απριλίου εναντίον του Κεμάλ και των φίλων του, που ξεκίνησαν τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ενάντια στην κατοχή της Ανατολίας και αφού της δόθηκε άδεια από την Άγκυρα, επιβιβάστηκε σε πλοίο  και έφθασε στο İnebolu στις 13 Νοεμβρίου 1920 και κατόπιν στην Άγκυρα μέσω της Κασταμονής. Εγκαταστάθηκε στο σπίτι, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως αρχηγείο του Πολέμου της Ανεξαρτησίας. Ανέλαβε τα καθήκοντα της διασφάλισης της γενικής τάξης και της διαχείρισης της κουζίνας αυτού του σπιτιού, όπου έμενε ο Κεμάλ και οι βοηθοί του. Έζησε εκεί για ενάμιση χρόνο και μετά στον αμπελώνα στο Τσάνκαγια, όπου μεταφέρθηκε η έδρα. Ήταν περίεργο για την Φικριγιέ και τον Κεμάλ να μένουν κάτω από την ίδια στέγη, παρόλο που δεν ήταν παντρεμένοι. Η πληροφορία ότι παντρεύτηκε τον Κεμάλ αθόρυβα και κρυφά για να αποφύγουν τις φήμες, είναι ένα θέμα που περιλαμβάνεται σε διάφορες πηγές, αλλά οι ιστορικοί δεν έχουν καταλήξει επ’ αυτού.

Διαγνώστηκε με φυματίωση, ενώ ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας συνεχιζόταν στην Δυτική Ανατολία. Στάλθηκε στο Μόναχο το φθινόπωρο του 1922, μετά από αίτημα του Κεμάλ, για θεραπεία σε σανατόριο (Τσαλισλάρ 2014, σελ. 52). Όταν έμαθε ότι ο Κεμάλ είχε νυμφευθεί τη Λατιφέ, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τον Μάρτιο του 1923 για να μεταβεί στην Άγκυρα. Όταν ο σκοπός της Φικριγιέ γνωστοποιήθηκε με τηλεγράφημα του γιατρού Adnan Bey με ημερομηνία 6 Μαρτίου 1923, αναφέρθηκε ότι θα ήταν σκόπιμο να αποτραπεί από το να φθάσει στην Άγκυρα, χωρίς την άδεια του Κεμάλ. Ενώ ο τελευταίος βρισκόταν σε ταξίδι στην Ανατολία με τη Λατιφέ, η Φικριγιέ έμεινε στην Κωνσταντινούπολη. Μετά πήγε στην Καλλίπολη και έμεινε στο σπίτι του Κυβερνήτη Μετσίτ Μπέη για ένα έτος περίπου. Τον Μάϊο του 1924 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί στην Άγκυρα. Συνάντησε τη Λατιφέ στο Μέγαρο Τσάνκαγια και αφού έμεινε στην έπαυλη για τρεις μέρες, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο Karaoğlan. Στις 21 Μαΐου 1924 μετέβη στο Μέγαρο Τσάνκαγια. Τραυματίστηκε με όπλο μπροστά στην έπαυλη. Πέθανε στις 30 Μαΐου 1924, στο νοσοκομείο Memleket, όπου και μεταφέρθηκε. Τα θέματα για το πώς συνέβη ο θάνατός της και εάν επρόκειτο για αυτοκτονία ή φόνο έχουν συζητηθεί ευρέως. Δεν έχουν αποκαλυφθεί πληροφορίες στις οποίες να συμφωνούν οι ερευνητές. Σύμφωνα με τις σημειώσεις του Salih Bozok, το σώμα της Φικριγιέ μετά από επιθυμία του Κεμάλ, τάφηκε στο παλαιό νεκροταφείο προς την κατεύθυνση του Cebeci χωρίς κανείς να το  γνωρίζει και η ακριβής θέση του τάφου της παραμένει άγνωστη. Ο ερευνητής Eriş Ülger, βασισμένος στις αναμνήσεις του βοηθού του Κεμάλ, Salih Bozok, ισχυρίζεται ότι ο τόπος ταφής βρίσκεται στο πάρκο Kuğulu. Ο Fatih Bayhan, ο συγγραφέας του βιβλίου Φικριγιέ, δήλωσε ότι είναι θαμμένη στο παλαιό νεκροταφείο στην περιοχή Ulus της Άγκυρας. Ο Can Dündar έγραψε ότι θάφτηκε στο Μουσείο Εθνογραφίας της Άγκυρας, όπου ένα γιγάντιο άγαλμα του Μουσταφά Κεμάλ στέκεται πάνω σ΄ ένα άλογο. Το περιστατικό αυτό θεωρείται ότι επηρέασε  τον γάμο του Κεμάλ και της Λατιφέ και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο διαζύγιό τους.

[6] Επί του παρόντος τα αρχεία της Λατιφέ δεν είναι ανοικτά στο κοινό. Το 1976, αξιωματούχοι του Τουρκικού Ινστιτούτου Ιστορίας — δημόσιος οργανισμός που ιδρύθηκε το 1930 υπό την αιγίδα του Κεμάλ—μπήκαν στο διαμέρισμά της και πήραν τα αρχεία της, συμπεριλαμβανομένων των ημερολογίων και των επιστολών της, τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του ινστιτούτου. Το 1980, τα αρχεία χαρακτηρίστηκαν εμπιστευτικά για είκοσι πέντε χρόνια. Το 2002, ο Πρόεδρος Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ ζήτησε τα αρχεία της Λατιφέ για το Μουσείο Ατατούρκ που ιδρύθηκε από την προεδρία της Τουρκίας, αλλά δεν τα κατάφερε, ισχυριζόμενος ότι οι συγγενείς της ζήτησαν να διατηρηθούν τα αρχεία αυτά στο ίδρυμα. …  Στον επίσημο λόγο, η βιογραφία του «πατέρα του έθνους» έχει κατασκευαστεί μ΄ έναν ιδιαίτερο τρόπο… Πηγή: Rüstem Ertuğ Altınay: «Fear and Loathing in the Republic: The Mystery Around Latife Hanim’s Archives», Δεκ 2009, Journal of Women’s History 21(4):144-146,    

https://www.researchgate.net/publication/236786679_Fear_and_Loathing_in_the_Republic_The_Mystery_Around_Latife_Hanim%27s_Archives

[7] Ο Νόμος Επιθέτου (τουρκικά: Soyadı Kanunu) της Δημοκρατίας της Τουρκίας εγκρίθηκε στις 21 Ιουνίου 1934.Ο νόμος απαίτησε απ΄ όλους τους πολίτες της Τουρκίας να υιοθετήσουν την χρήση κληρονομικών, σταθερών επωνύμων. Μεγάλο μέρος του πληθυσμού, ιδιαίτερα στις πόλεις, καθώς και οι χριστιανοί και Εβραίοι πολίτες της Τουρκίας, είχαν ήδη επώνυμα και όλες οι οικογένειες είχαν ονόματα με τα οποία ήταν γνωστά σε τοπικό επίπεδο. Ο Νόμος Επωνύμου του 1934 επέβαλε και την επιλογή τουρκικών ονομάτων.

[8] Ο Uşakizade Sadık Bey επεδίωκε ο γιος του να γίνει επιτυχημένος έμπορος. Ζητάει από τον ανιψιό του, Halit Ziya Uşaklıgil, ανώτερο διευθυντή στην Ottoman Bank, να τον εκπαιδεύσει στην τράπεζα. Ο Uşakizade Muammer Bey ολοκληρώνει με επιτυχία την πρακτική του άσκηση σχετικά με τις εξαγωγικές δραστηριότητες στην Ottoman Bank. Ο Μουαμμέρ καταφέρνει να γίνει ένας από τους κορυφαίους εμπόρους της Σμύρνης όταν ήταν μόλις 20 ετών. Αρχικά πουλά δασικά προϊόντα, βαμβάκι, σταφύλια, σύκα και καπνό στην Αγγλία. 

Ο Μουαμμέρ έπαιξε ρόλο στην πολιτική ζωή της πόλης πριν από τη Δημοκρατία: έγινε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Σμύρνης το 1908. Στις εκλογές της 5ης Ιουλίου 1909, τις πρώτες ελεύθερες εκλογές της πρώτης συνταγματικής περιόδου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, εξελέγη δήμαρχος της Σμύρνης. Ο Μουαμμέρ ασχολείται με τα προβλήματα που προκαλεί ο φωτισμός της Σμύρνης με ρεύμα αντί για αέριο. Εκείνες τις μέρες, η Σμύρνη ήταν σαντζάκι του Αϊδινίου. Ο Μουαμμέρ παραιτήθηκε από την θέση του ως δήμαρχος την 01/02/1910 ως αποτέλεσμα της διαφωνίας του με τον Κυβερνήτη του Αϊδινίου Μαχμούτ Μουχτάρ Πασά. Σημειώνεται ότι την περίοδο του Μουαμμέρ,  αγοράστηκε ο απαραίτητος εξοπλισμός για την πυροσβεστική υπηρεσία της πόλης και το προσωπικό της αυξήθηκε σε 40 άτομα. Δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα, την 01/02/1924, οι υποψήφιοι του Λαϊκού Κόμματος σχημάτισαν συμβούλιο και ο Μουαμμέρ ανέλαβε ξανά δήμαρχος της Σμύρνης, (ήταν γαμπρός του πλέον ο Κεμάλ). Κατά την δεύτερη εξάμηνη δημαρχιακή θητεία ξεκίνησε τις πρώτες εργασίες χωροταξικού σχεδίου στη Σμύρνη. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1924 παραιτήθηκε από την θέση του δημάρχου, θεωρώντας ότι ευθύνεται για τη φωτιά που ξέσπασε σε κινηματογράφο στο Κοκαρυάλι και σκότωσε 15 ανθρώπους. Ο Μουαμμέρ σταμάτησε την ενεργό εμπορική του ζωή αφού η Λατιφέ παντρεύτηκε τον Κεμάλ. Πηγή: https://isteataturk.com/g/icerik/Izmir—Usakizade-Kosku/1441

[9] «Istanbul American Robert College», [ή Robert College], σχολείο που ιδρύθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1863 από τους Cyrus Hamlin [ιεραπόστολος αφοσιωμένος στην εκπαίδευση] και Christopher Rhinelander Robert [πλούσιος Αμερικανός φιλάνθρωπος], που θέλησαν να παρέχουν εκπαίδευση αμερικανικού τύπου στο Οθωμανικό κράτος. Εξακολουθεί να λειτουργεί ως ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα στα αγγλικά, υπαγόμενο στο Υπουργείο Παιδείας της Τουρκίας. Είναι το παλαιότερο αμερικανικό σχολείο που λειτουργεί συνεχώς εκτός των ΗΠΑ. Το «Robert College» και το «American College for Girls», που ιδρύθηκε το 1871, ήταν τα πρώτα αμερικανικά σχολεία που ιδρύθηκαν εκτός των ΗΠΑ. Το 1971, το τμήμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του σχολείου μεταφέρθηκε στην τουρκική κυβέρνηση και το Πανεπιστήμιο Boğaziçi ιδρύθηκε στην έκτασή του.

Όταν το Robert College ιδρύθηκε στο Bebek είχε τέσσερις μαθητές. Έξι χρόνια μετά την ίδρυσή του, με την άδεια του Σουλτάνου, η πρώτη πανεπιστημιούπολη (σήμερα Πανεπιστήμιο Boğaziçi) χτίστηκε στο Bebek, στην κορυφογραμμή του φρουρίου Rumeli. Ο Κρίστοφερ Ρόμπερτ πέθανε το 1878. Σύμφωνα με το άρθρο “A Millionaire’s Will” που δημοσιεύτηκε στους New York Times στις 27/11/1878, άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο κολέγιο. Μετά τον Washburn, το Robert College διοικήθηκε από τον Caleb Gates (1903–1932). Κατά την προεδρία του, το μαθητικό σώμα του σχολείου υπέστη μια σημαντική δημογραφική μετάβαση: ενώ προηγουμένως αποτελούνταν από χριστιανικές μειονότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, η απελευθέρωση των πολιτικών τους έναντι των ξένων σχολείων από τους Νεότουρκους και η αυξημένη ζήτηση για δυτική εκπαίδευση μεταξύ των Τούρκων είχε ως αποτέλεσμα την εγγραφή σημαντικού αριθμού Τούρκων. Γύρω στο 1904, το σχολείο είχε περίπου 300 μαθητές, με 200 σε  οικοτροφείο. Η Lucy Mary Jane Garnett, στο έργο της το 1904 «Turkish Life in Town and Country», έγραψε ότι οι περισσότεροι μαθητές εκείνη την εποχή ήταν χριστιανοί, [οι Έλληνες φοιτητές αποτελούσαν την πλειοψηφία, και μεταξύ άλλων φοιτητών υπήρχαν σημαντικός αριθμός Αρμενίων και Βούλγαρων]. Από το 1971, το σημερινό Robert College είναι μόνο ένα «λύκειο» στην πανεπιστημιούπολη Arnavutköy (πρώην πανεπιστημιούπολη Αμερικανικού Κολλεγίου για Κορίτσια). Από το 1999, σύμφωνα με τον κανονισμό του Υπουργείου Παιδείας (MEB), η γλώσσα διδασκαλίας στα μαθήματα ιστορίας και κοινωνικών σπουδών είναι η τουρκική.  Από το 1999, σύμφωνα με τον κανονισμό του Τουρκικού Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, το σχολείο απασχολεί μόνο Τούρκους πολίτες για την διδασκαλία μαθημάτων ιστορίας και κοινωνικών σπουδών.

Ο Müfide Ferit Tek, ένας τουρκιστής συγγραφέας, έγραψε το Pervaneler, ένα μυθιστόρημα που επικρίνει την ξένη, αντιτουρκική φύση του Αμερικανικού Κολλεγίου Κοριτσιών. Δημοσιεύτηκε το 1924. Το μυθιστόρημα περιστρέφεται γύρω από το «Βυζαντινό Κολλέγιο», τη μυθιστορηματική αφήγηση του Αμερικανικού Κολλεγίου Κοριτσιών. Η ιστορία περιλαμβάνει τη Λεμάν, μια νεαρή Τουρκάλα μουσουλμάνα που φοιτά στο Βυζαντινό Κολλέγιο. Εκεί γίνεται φίλη με δύο Τουρκάλες, τη Νεσιμέ και την Μπαχίρε. Η Νεσιμέ είναι κόρη ενός διάσημου σεΐχη Μεβλεβή Εμίρ Τσελεμπί. Η εκπαίδευσή της στο Βυζαντινό Κολλέγιο την οδήγησε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ στρεφόμενη στον προτεσταντισμό, αποξενώνοντάς την από την τουρκική και μουσουλμανική της ταυτότητα. Η Bahire είναι μια γυναίκα που «ντύνεται σαν άντρας», απορρίπτει τους ρόλους των φύλων και γοητεύεται από το δυτικό φεμινιστικό κίνημα. Μετακομίζει επίσης στις ΗΠΑ για να παρακολουθήσει μαθήματα φεμινιστών. Εντυπωσιασμένη από τις φίλες της, η Λεμάν συναντά τον Τζακ Πίτερσον, έναν Αμερικανό στρατιώτη, και καταφεύγει στις ΗΠΑ για να τον παντρευτεί. Αυτές αποτελούν προειδοποιήσεις για το τι πιστεύει ο συγγραφέας ότι θα συμβεί στους Τούρκους νέους σε μη-εθνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στο μυθιστόρημα, το Βυζαντινό Κολλέγιο απεικονίζεται ως ο κύριος θεσμός που διαφθείρει τις νεαρές Τουρκάλες. Είναι τόσο κυριολεκτικός όσο και μεταφορικός θύλακας των ξένων δυνάμεων που κατέλαβαν αλλά δεν μπόρεσαν να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα με το μυθιστόρημα, η «ελληνική» και «ξένη» αρχιτεκτονική του σχολείου – πιθανώς μια αναφορά στις ελληνικές ιωνικές στήλες στο Gould Hall – δίνει στους επισκέπτες της πανεπιστημιούπολης την αίσθηση ότι εισέρχονται σε μια άλλη χώρα. Σε όλο το βιβλίο, το σχολείο περιγράφεται ως εξής: “Πραγματικά, αυτή ήταν η πρωτεύουσα μιας αμερικανοαρμενικής χώρας. Ήταν σαν μια ξεχωριστή χώρα μέσα στην πατρίδα μας”. Κυριαρχούν αντιαρμενικά αισθήματα παρόμοια με το μυθιστόρημα: στο μουσείο του σχολείου εκτίθενται αντικείμενα που ανήκουν σε Αρμένιους, Έλληνες, Βούλγαρους, Σέρβους και Ρώσους, ενώ ο τουρκικός πολιτισμός απορρίπτεται.

[10] Κατοικία, Ξενοδοχείο, 18ος αιώνας, Περιφέρεια Αιγαίου, Σμύρνη, Konak, Akıncı (Konak). Είναι το πρώτο κτήριο που αγοράστηκε και χρησιμοποιήθηκε από την οικογένεια Uşşakizade. Ο Helvacızade Hacı Ali Efendi, που καταγόταν από το Uşak και εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη, το αγόρασε και αργότερα το χρησιμοποίησε ο γιος του Sadık Bey. Αφού αγόρασε tο κτήριο, η οικογένεια Uşşakizade άρχισε να εμπορεύεται χαλιά της Ανατολίας και να μεταφέρει εμπορεύματα με καμήλες, πιθανώς λόγω της εγγύτητας στον σιδηροδρομικό σταθμό Basmane και της διαδρομής των καραβανιών που προέρχονταν από τις εσωτερικές περιοχές της Σμύρνης. Η γραμμή Σμύρνης- Αϊδίνιο, η κατασκευή της οποίας ξεκίνησε το 1858 και ο πρώτος σιδηρόδρομος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν ευχαρίστησε τον Sadık Bey. Όταν η γραμμή του τρένου έφτασε στο Αϊδίνιο το 1886, η επιχείρηση καραβανιών της οικογένειας Uşakizade έχασε την προηγούμενη σημασία και κερδοφορία της. Αργότερα, με την αγορά του αρχοντικού στο Göztepe, το αρχοντικό στο Basmane άρχισε να χρησιμοποιείται σε εποχιακή βάση. Το κτήριο άρχισε να χρησιμοποιείται ως ξενοδοχείο στις αρχές του 1900. Σήμερα, χρησιμοποιείται ως ξενοδοχείο Yeni Sadık Bey, ακριβώς στην αρχή της οδού Basmane Hotels.

[11] Αφήνοντας το κέντρο της Σμύρνης, σε απόσταση 5 χλμ. βρίσκεται το παραθαλάσσιο προάστιο του Γκιοζ-τεπέ (Göztepe, ελληνική ονομασία Ενόπη). Το Γκιοζ-τεπέ συνδεόταν με τη Σμύρνη μέσω τραμ αλλά και με βαποράκι. Η ειδυλλιακή του τοποθεσία προσέλκυσε αρκετούς ευκατάστατους Σμυρνιούς, κυρίως Έλληνες, αλλά και Αρμένιους, Τούρκους και Εβραίους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή, χτίζοντας εξοχικές κατοικίες στην ακτή του προαστίου, το οποίο διέθετε ορθόδοξη και καθολική εκκλησία. Πηγή: https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/iframe.html?urb=12&location=280&item=3196

[12] Το 1860, ο Sadık Bey θέλει να κτίσει ένα καλοκαιρινό αρχοντικό για την οικογένεια. Εξετάζει διάφορες περιοχές της Σμύρνης. Ενεργώντας σύμφωνα με τις παραδόσεις της εποχής, φρέσκα κρέατα κρέμονται ταυτόχρονα σε διάφορες συνοικίες. Με βάση την υπόθεση ότι το μέρος όπου το κρέας αλλοιώνεται τελευταίο είναι το πιο δροσερό μέρος, καθορίστηκε η τοποθεσία. Ονομάστηκε Αρχοντικό Uşakizade, ή Beyaz Köşk, Mor Salkımlı Köşk και Uşakizade Köşk. Το Αρχοντικό Uşakizade ενοικιάστηκε το 1951 από τον Bahattin Tatış, τον ιδρυτή του ιδιωτικού τουρκικού κολλεγίου της Σμύρνης και χρησιμοποιήθηκε για εκπαιδευτικούς σκοπούς μέχρι το 1991. Αποτελεί πλέον ιδιοκτησία του και αποφασίστηκε ν΄ αποκατασταθεί από την οικογένεια Tatış το 1998 επί προεδρίας Süleyman Demirel. Περατώθηκαν οι εργασίες στις 15 Ιουνίου 2001 και έγινε τελετή, στην οποία παρευρέθηκε ο Πρόεδρος Ahmet Necdet Sezer.

[13] Ξακουστό έχει μείνει στην ιστορία το Κορδελιό (Karşıyaka στα τουρκικά). Σχεδόν απέναντι από τη Σμύρνη – η τουρκική ονομασία του σημαίνει «από την άλλη μεριά», το Κορδελιό απέχει γύρω στα 13 χλμ. από το κέντρο της πόλης. Τον 19ο αιώνα συνδέθηκε με τη Σμύρνη πρώτα μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής Κατσαμπά και έπειτα με δύο ατμόπλοια, αγγλικής εταιρίας, τα γνωστά βαποράκια. Απέκτησε τέτοια κίνηση, που μετά το 1880, κατασκευάστηκε παραθαλάσσιος καρόδρομος, ώστε να υπάρχει τριπλή πρόσβαση. Έτσι σταδιακά εξελίχθηκε από χωριό σε κομψό προάστιο, με άνετες επαύλεις στην παραλία του, κινηματογράφο, θέατρο, λέσχες, κ.α. Οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Έλληνες, ενώ ακολουθούσαν οι Αρμένιοι, οι Μουσουλμάνοι και κάποιοι Λεβαντίνοι. Λόγω της παράκτιας τοποθεσίας του το Κορδελιό ταίριαζε ιδιαίτερα με τη σμυρναίικη εξωστρέφεια. Πηγή: https://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/education/urban/iframe.html?urb=12&location=280&item=3200

[14] Η έπαυλη ανήκει στη σύζυγο του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, Λατιφέ, και έχει ιδιαίτερη αξία καθώς είναι η έπαυλη όπου η μητέρα του, Ζουμπεϊντέ Χανίμ, έζησε τα τελευταία της χρόνια και πέθανε στις 14 Ιανουαρίου 1923. Στα μέσα Δεκεμβρίου 1922, η μητέρα του Gazi, Zübeyde Hanım, μεταφέρθηκε στην Karşıyaka με τρένο και τοποθετήθηκε σε μια ψάθινη καρέκλα και μετακόμισε στην έπαυλη της οικογένειας Uşakizade πίσω από τον σταθμό. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Latife ήταν το πιο κοντινό πρόσωπο στη Zübeyde Hanım, την οποία φρόντιζαν με μεγάλη προσοχή. Στην αρχαιότητα, το αρχοντικό ήταν γνωστό για τα πεύκα και τους φοίνικες, την πισίνα και τον ανεμόμυλο στον κήπο. Αργότερα λειτούργησε ως Δικαστικό Μέγαρο και τέλος ως Σχολή. Η συνολική του επιφάνεια είναι 2958 m².

Το Αρχοντικό, το οποίο απαλλοτριώθηκε από τον δήμο Karşıyaka το 2005, την αναπαλαίωσή του το 2007. Σήμερα, η έπαυλη είναι ανοιχτή στην υπηρεσία των κατοίκων της Karşıyaka ως το Latife Hanım Memorial House. Το Ιδιωτικό Μουσείο Latife Hanım Mansion Memorial House έχει κλείσει λόγω ζημιών στον σεισμό της 30ης Οκτωβρίου 2020 στην πόλη μας. Δεδομένου ότι δεν μπορεί να δοθεί ακριβής ημερομηνία για τα εγκαίνια του μουσείου μας, στο οποίο γίνονται ακόμη εργασίες αποκατάστασης, οι πληροφορίες θα κοινοποιηθούν ξανά πριν ανοίξει.

Ο Sadık Bey, του οποίου η οικονομική κατάσταση αυξήθηκε, απόκτησε ένα θερινό αρχοντικό κτισμένο δίπλα στο σταθμό Karşıyaka. Αυτή η έπαυλη είναι το σημερινό «Μνημείο Αρχοντικό Latife Hanım» ‘Latife Hanım Mansion Memorial House’, όπου έζησε και πέθανε η Zübeyde Hanım.

[15] Ο Claude Farrere έφθασε στο λιμάνι της Νικομήδειας [İzmit] το πρωί της 18ης Ιουνίου 1922 και έγινε δεκτός με θερμότητα. Εκείνος αποκρίθηκε φωνάζοντας «Ζήτω η Τουρκία!» τρεις φορές και χαιρετώντας την τουρκική σημαία. Ο Κεμάλ απευθύνθηκε σ΄ ένα πλήθος 3.000 ανθρώπων που είχαν συγκεντρωθεί, εκφωνώντας μια από τις πιο διάσημες ομιλίες του. Πρώτα παρουσίασε τον προσκεκλημένο του με τα εξής λόγια: «Ενώ η χώρα μας κινδυνεύει, το έθνος μας κατακλύζεται από την καταπίεση και είναι το θύμα μιας διεθνούς αδικίας, μια υπέροχη και ανθρώπινη φωνή που υψώνεται στους ουρανούς ακούστηκε να μιλάει εναντίον αυτής της καταπίεσης. Ο ιδιοκτήτης αυτής της φωνής ήταν ο Claude Farrere, τον οποίο χαιρόμαστε που βλέπουμε ανάμεσά μας. Το γεγονός ότι ένα άτομο με τέτοιους δεσμούς φιλίας με την Τουρκία και τον τουρκικό λαό επισκέφθηκε την χώρα μας αυτές τις μέρες του σκότους είναι πολύ σημαντικό. Ο Claude Farrere έχει αποδείξει ότι είναι ένας αληθινός και σταθερός φίλος του τουρκικού λαού, που έζησε σε ελευθερία και ανεξαρτησία για αιώνες και είναι τα ηρωικά παιδιά ενός έθνους για το οποίο η ανεξαρτησία είναι η μόνη προϋπόθεση ζωής. Αυτό το έθνος δεν έζησε ποτέ χωρίς ελευθερία, ούτε μπορεί ποτέ να το κάνει».

Ο Κεμάλ έβαλε τη στολή του για το ταξίδι με το τρένο στο Adapazarı με τον Γάλλο φιλοξενούμενο. Η μηχανή ήταν στολισμένη με λουλούδια, και μάλιστα από το ημερολόγιο του Claude Farrère μαθαίνουμε ότι όταν κατά την άφιξή τους ο Κεμάλ χαιρέτησε τη συγκέντρωση, η βροντερή τους απάντηση: «Χαιρετίσματα Πασά μου», ήταν η έκφραση πίστης, ο όρκος μιας αμετάκλητης απόφασης, κατευθείαν από την καρδιά του τουρκικού έθνους.

ΠΗΓΕΣ: https://core.ac.uk/download/pdf/38306619.pdf

https://isteataturk.com/Kronolojik/Tarih/1922/6/18/Fransiz-Diplomat-Cloude-Farrere-ve-Maresal-Gazi-Mustafa-Kemal-Pasa-Izmit-te-beraberler-18061922/2

[16] Από την Κωνσταντινούπολη: Αλί Φουάτ, Φεβζί Τσακμάκ, Καζίμ Καραμπεκίρ, Muhittin Akyüz, Nazif Kayacık, Cevat Çobanlı, Cemil Conk, Mümtaz Çeçen, Kâzım Sevüktekin, Münip Özsoy, Rüştü Sakarya, Mehmet Emin Yazgan, Arif Örgüç, Reşat Çiğiltepe, Nurettin Özsu, Selâhattin Âdil, Mehmet Hayrettin, Ömer Lütfi Argeşo, Ali İhsan Sâbis, İsmail Hakkı, Mehmet Emin Koral, Sadullah Güney, Mehmet Dalbaşar, Seyfi Düzgören, Mehmet Nuri Conker, Cemil Cahit Toydemir, Alâaddin Koval, Halit Karsıalan, İbrahim Münir, Hüseyin Hüsnü Emir Erkilet, Sabit Noyan, Salih Omurtak, Şevket Doruker, Necip Okaner  και τη Σμύρνη: Ισμέτ Ινονού, Mehmet Hulusi Conk, Osman Zati Koral, Kâzım Orbay, Hulusi Gökdalay.

[17] Στις 25 Μαΐου 1922 (π.η.), το Ελληνικό Επιτελείο Ναυτικού, γνωρίζοντας ότι ο Μουσταφά Κεµάλ οχύρωνε τις ακτές το Πόντου και θέλοντας να προλάβει την παραπέρα οχύρωσή τους και να πλήξει το κύριο σημείο ανεφοδιασμού του κεμαλικού στρατού, διέταξε τον βομβαρδισμό της Σαμψούντας (Αμισός). Μια μοίρα του ελληνικού ναυτικού αποτελούμενη από το θωρηκτό Αβέρωφ, τα αντιτορπιλικά Πάνθηρ και Ιέραξ και τα εύδρομα Αδριατική και Νάξος, εμφανίστηκε στο λιμάνι της. Ο ναύαρχος Ηπίτης, σύμφωνα µε το άρθρο 2 της σύμβασης της Χάγης, ζήτησε µε έγγραφό του από τον Τούρκο διοικητή της πόλης, Φαΐκ Μπέη, την καταστροφή του πολεμικού υλικού που βρισκόταν στην πόλη και την απομάκρυνση του άμαχου πληθυσμού, δίνοντας προθεσμία 75 λεπτών.

Το έγγραφο επιδόθηκε στον Τούρκο διοικητή από τον κυβερνήτη του αμερικανικού αντιτορπιλικού αρ. 243 που βρισκόταν στο λιμάνι της Αμισού. Επιπλέον, ο πλοίαρχος Βρυάκος έστειλε τηλεγράφημα στον Φαΐκ Μπέη, µε το οποίο τον προειδοποιούσε για τα τυχόν αντίποινα που θα ήθελε να διαπράξει: «Σας προειδοποιούµεν ότι η παρουσία του ελληνικού στόλου και η νόµιµος δράσις του δεν θα ηδύνατο να χρησιµεύση ως πρόσχηµα δια την συνέχισιν των ωµοτήτων των διαπραχθεισών κατά των χριστιανών υπό των Τούρκων. Τοιαύτη στάσις θα έδιδεν εις τον ελληνικόν στόλον το δικαίωμα να ενεργήση αντίποινα καθ’ όλον το µήκος των τουρκικών ακτών των πειθομένων εις τον Μουσταφά Κεµάλ».

Για πρώτη φορά, μετά το όργιο σφαγών και εγκλημάτων στον Πόντο, οι Έλληνες αξιωματούχοι αποφάσισαν να δράσουν, προκειμένου να διασώσουν ό,τι είχε απομείνει από το ελληνικό στοιχείο της Σαμψούντας και περιφερόταν αδιάκοπα στις βουνοκορφές της. Ο Τούρκος διοικητής, αφού συνεννοήθηκε µε την κεµαλική κυβέρνηση της Άγκυρας, έστειλε επείγουσα απάντηση στον διοικητή της μοίρας όπου δήλωνε ότι η πόλη ήταν ανοχύρωτη και δεν έπρεπε να κανονιοβοληθεί. Απέρριψε ως απαράδεκτους τους όρους, δεν απομάκρυνε τον άμαχο πληθυσμό, ντόπιους και ξένους και προκλητικά ανέφερε ότι θεωρούσε «ως φανταστικήν την δήλωσιν σας, την αφορώσαν εις τας φρικαλεοτήτας τας διαπραχθείσας κατά χριστιανών…».

Όταν πέρασε η προθεσμία που είχε δοθεί µε το νόμιμο τελεσίγραφο στις 12:15΄, άρχισε ο βομβαρδισμός της πόλης και διήρκεσε δύο ώρες. Μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός αμέσως τα τουρκικά πυροβολεία από τα υψώματα της πόλης ανταπέδωσαν τα πυρά. Την ώρα του βομβαρδισμού ο ναύαρχος Ηπίτης έστειλε τηλεγράφημα στον διοικητή του αμερικανικού αντιτορπιλικού στο οποίο έγραφε: «ελπίζω ότι είδατε και επείσθητε ότι εκτός του πολεµικού υλικού, η πόλις περιείχε τηλεβόλα περιφρουρήσεως, τα οποία έβαλλον εναντίον µας». Αποδεικνυόταν ότι η Σαμψούντα ήταν οχυρωμένη πόλη, παρά την σύμβαση της Χάγης.

Ενώ ο στόλος βομβάρδιζε, από µια απόσταση 1.000-3.000µέτρων, το εύδροµο Νάξος έφθασε σε απόσταση διακοσίων μέτρων από την ακτή και προξένησε µεγάλη καταστροφή, µη κινδυνεύοντας από τα τουρκικά κανόνια. Όλες οι αποθήκες πυρομαχικών καταστράφηκαν, όπως επίσης η µεγάλη αποθήκη πετρελαίου και βενζίνης, καθώς και όσα πλεούμενα υπήρχαν μέσα στο λιμάνι. Γκρεμίστηκε το διοικητήριο, το σπίτι του Τούρκου διοικητή και το τελωνείο µε τις αποθήκες του, όπου είχαν αποθηκευτεί μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών και πολεμικού υλικού. Το θωρηκτό Αβέρωφ αχρήστεψε τις τουρκικές πυροβολαρχίες, οι οποίες υπολογίστηκαν ότι ήταν έξι, καθώς και µια πυροβολαρχία ολμοβόλων.

Δυστυχώς την επόμενη ημέρα του βομβαρδισμού, ρωσικό πλοίο ξεφόρτωσε πυρομαχικά. Ενώ μέχρι τότε υπήρχαν στην πόλη 2-3 χιλιάδες στρατιώτες, στα τέλη Ιουνίου (π.η.) είχαν συγκεντρωθεί 4.000 στρατιώτες και γίνονταν πυρετώδεις εργασίες για την εκ νέου οχύρωση της πόλης. Τοποθετήθηκαν έξι νέα πυροβόλα. Στα τέλη Ιουλίου μεταφέρθηκε στην πόλη μια μεραρχία τουρκικού στρατού, ενώ συνεχίστηκε η οχύρωση των παράλιων πόλεων του Πόντου. Η επιτυχία της αποστολής του ναυάρχου Ηπίτη, έδειξε ότι ο κεµαλικός στρατός δεν ήταν απρόσβλητος στις ακτές του Πόντου και, εάν υπήρχε η πολιτική βούληση και η κατάλληλη αξιοποίηση του Πολεμικού Ναυτικού, θα μπορούσε να αποφευχθεί ο σφαγιασμός της Σαμψούντα Αμισού και ολόκληρου του Πόντου.

Η κυβέρνηση του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη διαμαρτυρήθηκε σε TIMES του Λονδίνου και Reuter για τον βομβαρδισμό της δήθεν ανοχύρωτης πόλης, αλλά πολύ γρήγορα αποκαλύφθηκε η απάτη.

Πηγή: https://www.pontosnews.gr/713846/san-simera-ston-ponto-kai-allou/san-simera-to-1922-vomvardizetai-i-amisos-apo-to-thorikto/?fbclid=IwAR2Luk9vd3hyGLcgz-HFitrswhsp-D6D92H7paMQAJbMoO6PPLHA1_RgVIc.

[18] Αγοράστηκε από τον πρώτο του ιδιοκτήτη, τον Ιταλό Alloyeti, για 50 χιλιάδες λίρες το 1916, από τον Ισμαήλ Μπέη.

[19] Για μια συγκριτική παρουσίαση και συνοπτική ανάλυση δύο τραγικών περιόδων της Ελληνικής ιστορίας: την επιτυχημένη εκκένωση της πόλεως των Αθηνών το Σεπτέμβριο του 480 π.Χ. και την καταστροφή της από τους Πέρσες εισβολείς και την αποτυχία εκκένωσης της πόλης της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922 μ.Χ. και την καταστροφή της από τους Τούρκους, βλ. Ιωάννης Βιδάκης & Δημήτριος Γεωργαντάς, «Εκκένωση Αθήνας [480 π.Χ.] και Καταστροφή Σμύρνης [1922 μ.Χ.]», 9 Νοεμβρίου 2022,

Εκκένωση Αθήνας [480 π.Χ.] και Καταστροφή Σμύρνης [1922 μ.Χ.]

[ad_2]

Source link

Related posts

Το Ισραήλ αποσύρει τους διπλωματικούς εκπροσώπους του από την Τουρκία μετά τις δηλώσεις Ερντογάν

Σοκ και δέος από τον πρέσβυ ε.τ για τα ελληνοτουρκικά και την Κύπρο! Ομιλία στην Λευκωσία

Με το κλειδί της Ιστορίας: Εωσφορικός κίνδυνος για την εθνική μας ασφάλεια

Αφήστε ένα σχόλιο