AITOLOAKARNANIANEWS.GR
Tips

Τι σημαίνει το όνομά σου; (μέρος Α)

[ad_1]

Ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας δεν θα μπορούσε να μην εκφράζεται και από την ονοματοδοσία, αφού τα ελληνικά ονόματα – σχεδόν πάντα – κάτι σημαίνουν.

Αν θες λοιπόν να μάθεις τι εκφράζει το όνομα που σου έδωσαν οι γονείς σου τότε δες παρακάτω το πρώτο μέρος των ετυμολογιών για τα πιο δημοφιλή.

A

Αγαθή: από το αχασός και αγασός (δωρ.) που πιθανόν να προέρχονται από το ρήμα χασέω (είχε την έννοια του χωρίζω αλλά και του επιθυμώ διακαώς), αυτή που ενεργεί με καλές και αγνές προθέσεις.

Αγγελική: από το άγγελος και το ρήμα αγγέλω: φέρνω είδηση, προμηνύω.

Άγγελος: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος.

Αγησίλαος: άγω + λαός, αυτός που οδηγεί τον λαό

Aγλαΐα: αγλαός = φωτεινός, λαμπερός

Αθανάσιος: ο αθάνατος, ο αιώνιος.

Αικατερίνη: εκ του καθαρός: εξαγνισμένη ή εαρινή, ανοιξιάτικη

Αιμίλιος: εκ του λατινικού aimilius > aemulus = ζηλότυπος, ανταγωνιστής.

Αλέξανδρος: αλέξω = απομακρύνω + ανήρ, ο ανδρείος.

Άλκηστης: αλκή = αποκρούω + εστία, η ατρόμητη, η ικανή.

Αλκμήνη: αλκή + μήνη:σελήνη

Αμαλία: ετυμολογία από την τευτονική (σημ. γερμανική): εργατική, δραστήρια.

Ανάργυρος: α(στερητ.) +αργύρια

Αναστάσιος: ανα + ίστημι: στέκομαι, σχετιζόμενος με την ανάσταση του Χριστού

Ανδρέας: ανδρείος, εκ του ανήρ

Ανδριάνα: παραλλαγή της Ανδρεανής (αυτή που ανήκει στον Ανδρέα)

Ανθή: εκ του ανθώ= ακμάζω, ευδοκιμώ, αυτή που ακμάζει.

Άννα: από το εβραϊκό Χάνα που σημαίνει εύνοια, χάρη

Αντιγόνη: αντί + γίγνομαι (γεννιέμαι) = ισάξια με τον γεννήτορα, τον πατέρα της.

Αντώνης: εκ του άντωση= άνωση, ο ορμητικά αντίθετος

Αργυρώ: από το επίθετο αργύριος (σχετικός με τα χρήματα), η πολύτιμη

Αρετή: από το αρχ. ουσιαστικό αρετή., η τέλεια, υπέροχη.

Αριάδνη: άρι: πολύ + αγνή

Άρτεμης: η λέξη “Άρτεμις” είναι άγνωστης προέλευσης. Ίσως να συσχετίζεται με προ-ελληνική θεότητα της Μ. Ασίας. Ωστόσο, η αρτεμισία είναι αρωματικό αειθαλές φυτό.

Ασπασία: θηλυκό του αρχ. επιθέτου ασπάσιος (χαρούμενη, ευτυχισμένη)

Αφροδίτη: αφρός + αναδύω

B

Βαρβάρα: από το αρχαιοελληνικό επίθετο βάρβαρος «ο μη ελληνόφωνος, ο ξένος».

Βασίλειος: βασιλεύς ή αυτός που ανήκει στον βασιλιά

 

Γ

Γεράσιμος: εκ του γεράσμιος, ο σεβάσμιος

Γλυκερία: εκ του γλυκύς, η γλυκειά

Γεώργιος: εκ του γεωργώ = γη + έργο, ο εργαζόμενος στην γη

Γρηγόριος: εκ του γρηγορώ, ο άγρυπνος, ακοίμητος φρουρός.

 

Δ

Δέσποινα: εκ του αρχαιοελληνικού δέσποινα, θηλυκό του δεσπότης < *despotnia < *dems, αρχαϊκή γενική του δόμος, σπίτι + πότνια. Η οικοκυρά, η κυρία του σπιτιού.

Δημήτριος: Δη (δωρικός τύπος του Γη) + μήτηρ, αυτός που ανήκει στη θεά Δήμητρα

Δημοσθένης: δήμος + σθένος, η δύναμη του λαού

 

Ε

Ελένη: ελένη, που σημαίνει «λαμπάδα» ή από τη ρίζα ελε- που σημαίνει κυριεύω, κατακτώ.

Ειρήνη: είρω (λέγω ) + νους, αυτή που μιλά ήρεμα και λογικά.

Εμμανουήλ: από το εβραϊκό Immánu El (ο Θεός είναι μαζί μας), ο σωτήρας, ο ελευθερωτής.

Ευάγγελος: αγγελιοφόρος που φέρνει καλά νέα, καλός άγγελος [από το αρχαίο επίρρημα ευ- (καλά, εύκολα) + το ουσιαστικό άγγελος]

Ευφροσύνη: αυτή που έχει κέφι, χαρά, η καλοδιάθετη.

Επαμεινώνδας: επί + άμεινον, ο προοδευτικός.

Ερατώ: ερώ: αγαπώ, αυτή που αγαπά.

Ευάγγελος: ευ + αγγέλω, αυτός που φέρνει ευχάριστα νέα.

Ευανθία: ευ + άνθος, η όμορφη.

Ευγενία: ευ + γένος, αυτή που είναι από καλό γένος.

Ευδοκία: ευ + δοκώ, η έχουσα καλή άποψη.

Ευτύχιος: ευ + τύχη, αυτή που έχει καλή τύχη.

Ευφημία: ευ + φημί, αυτή που έχει καλή φήμη.

 

Ζ

Ζαφείριος: από την αρχαία λέξη σάπφειρος, ένας πολύτιμος λίθος με χρώμα βαθύ γαλάζιο (το ζαφείρι).

Ζηνοβία: από το αρχαίο κύριο όνομα Ζάν (Ζευς ήταν ο Δίας) + το ουσιαστικό βίος (ζωή). Σημαίνει αυτή που ζει σαν θεά, έχει τη δύναμη του Δία.

H

Ηλίας: (εβραϊκή), «ο Θεός είναι Κύριος» ή «είναι ο θεός μου»

Ηλέκτρα: εκ του ηλέκτωρ: ο ακτινοβολών ήλιος, η λαμπρή, η φωτεινή.

Hρακλής: Ήρα +κλέος, ο δοξασμένος από την Ήρα ή πολύ δυνατός.

 

Θ

Θάλεια: εκ του θάλλω, η πλήρης, η ανθηρή.

Θέμις: τίθημι = θεσμός, αυτός που θέτει.

Θεμιστοκλής: θέμις (δικαιοσύνη) + κλέος, αυτός που δοξάζει την δικαιοσύνη.

Θεοδώρα: θεού + δώρο, δώρο θεού.

Θεόφιλος: θεού + φίλος, ο φίλος του θεού.

Θησέας: θήσω, εκ του τίθημι, αυτός που θέτει.

Θωμάς: (εβραϊκή) ο δίδυμος.

 

Ι

Ιάσων: εκ του ίασις, αυτός που θεραπεύει.

Ιάκωβος: (εβραϊκό) αυτός που υποσκελίζει

Ιωσήφ-ίνα: εβραϊκό, ο πολύτεκνος, -η

Ιερώνυμος: εκ του ιερό + ώνυμος (όνομα), ο φέρων ιερό όνομα

Ιορδάνης: (εβραϊκή) Yarden που σημαίνει εκροή, αυτός που κατεβαίνει ορμητικά.

Ισμήνη: αγνώστου ετυμολογίας, κατά μία άποψη εκ του ίσμεν>οίδα>γνωρίζω, η συνετή.

Ιφιγένεια: ίφι: αρχαία δοτ. του “ις”, ισχυρώς, κραταιώς + γίγνομαι, η πολύ ισχυρή.

Ιωάννης: από την εβραϊκή λέξη Ιωννάθαν, η χάρη του Θεού

 

Κ

Καλλιόπη: εκ του καλή + όπη= φωνή, η καλλίφωνη.

Κίμων: εκ του “κίω”, αυτός που βαδίζει γρήγορα.

Κλέαρχος: κλέος + άρχω, ο ένδοξος άρχων

Κλειώ: εκ του “κλείω”= ονομάζω, καλό και “κλέος”= δόξα, η έχουσα υπόληψη.

Κλεοπάτρα: κλέος + πάτρη, η δόξα της πατρίδος.

Κοσμάς: από το αρχαίο ουσιαστικό κόσμος (στολισμός), αυτός που αγαπάει την τάξη, το στολισμό

Κυριακή: εκ του επιθέτου “κυριακός” που σημαίνει “η ημέρα του Κυρίου”

Κωνσταντίνος: προέρχεται από τη λατινική λέξη Constantinus < constans που σημαίνει ο σταθερός, ο αποφασισμένος, ο βέβαιος.

 

* Με πληροφορίες από το «Ετυμολογικό Λεξικό Κυρίων Ονομάτων» του Πέτρου Αλεξιάδη


[ad_2]

Source link

Related posts

Σκληρά και ημίσκληρα ελληνικά τυριά

10 τροφές που απαγορεύεται να τρως με άδειο στομάχι (vid)

Οι “κρυμμένες” βιταμίνες που χρειαζόμαστε

Αφήστε ένα σχόλιο